United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε, και ο χοιροβοσκός, άμ' άκουσε τον λόγο, σιμά του επήγε κ' είπε του με λόγια πτερωμένα• «Ξένε, ο Τηλέμαχος αυτά σου δίδει και σου λέγει 350 να τριγυρνάς ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις, και λέγει ότ' είν' η εντροπή κακήτον ψωμοζήτη». Τότε ο πολύγνωμοςαυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Ω Δία, τον Τηλέμαχον υπερευτύχισέ μου, και όλα να γείνουν όσ' αυτός εις την ψυχή του θέλει». 355

Ο Βινίκιος, του οποίου η συνοικία είχε καή, διέμενε πλησίον του θείου του και ευρίσκετο κατ' ευτυχή σύμπτωσιν εις την οικίαν. — Ήσο εις της Λιγείας σήμερον; τον ηρώτησε κατ' αρχάς ο Πετρώνιος. — Τώρα μόλις την άφησα, απεκρίθη εκείνος. — Άκουσε τι θα σου είπω και λάβε αμέσως τα μέτρα σου.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τότε νέαν κατ' ανάγκην γην και νέον ουρανόν πρέπει ν' ανακαλύψης. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Εκ της Ρώμης έφθασαν ειδήσεις άρχων. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Συντόμως λέγε, με ενοχλείς. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Άκουσέ τας, Αντώνιε.

Ένας μάλιστα που δε σώθηκε τόνομά του να μένη και να το δίνουμε στους Ρωμιούς Πασάδες της Τουρκοκρατίας, ερθόντας μια φορά στη Ρώμη με τέτοια στεφάνια, κι ακούσαντας το φονιά της Αγριππίνας που τραγουδούσε, καμώθηκε πως τόσο γλυκεία φωνή στην Ελλάδα δεν άκουσε, και τον παρακινούσε δίχως άλλο να κατεβή για να τονέ θαμάση κ' η Ελλάδα.

Ο παππά Συνέσιος έμεινε κάμποσα λεπτά στην ίδια θέσι, έπειτα εφώναξε τον μικρό Αμβρόσιο, καλογεράκι δόκιμο. — Άκουσε, Αμβρόσιε, του είπε· ευθύς που φανή ο Σερέτης, να του πης να έρθη να με βρη στ' αλώνια. — Καλά, πάτερ ηγούμενε, είπε το παιδί. Και ο παππά Συνέσιος εσηκώθηκε και αργοπατώντας, ευγήκε από την αυλόθυρα κ' ετράβηξε κατά τ' αλώνια.

Βλέποντας ο βεζύρης ότι η θυγατέρα του πάντοτε στέκει εις το πείσμα της, της λέγει· η αγνωσία σου με παρακεινεί να σε μεταχειρισθώ καθώς έκαμε την γυναίκα του αυτός ο πραγματευτής, που σου διηγήθηκα· και άκουσε πώς.

Πέρασε πλήθος χρόνιατου ζευγολάτη τόργωμα, 'ς του πιστικού τη στάνη, Μέσ' 'ς το καλύβι του ψαρά, 'ς τα μεσοχώρια μέσα, Μέσα εις κελλιά μοναστηριού, 'ς αρματωλού λημέρια. Άκουσε τ' αναστέναγμα του ναύτη, τ' αγωγιάτη Του θεριστή του αργατικού έμαθε το τραγούδι, Της βοσκοπούλας το σκοπό, το μοιρολόι του κλέφτη. Το διαμαντένιο στέμμα της, οπώλαμπε 'σαν ήλιος, Τούχε λερώσει ο κορνιαχτός του κάμπου.

Εκ της σκέψεως ταύτης απέβαλε πάσαν υπόνοιαν, και επίστευσε του λοιπού εις την αθωότητα του Τρέκλα. — Άκουσε, τω είπεν είσαι κηπουρός; — Ναι. — Και υπηρετείς το μοναστήρι; — Ναι. — Με μισθόν; — Ε!... ας πω πως μου δίνουν και μισθόν, είπε σαρκαστικώς ο Τρέκλας. — Λοιπόν δεν είσαι ευχαριστημένος; — Ευχαριστημένος; ναι. Πλέκω όλην την ημέραν κοφίνια και ο Χόμο μου κάμνει συντροφιά.

Μην είναι λοιπόν απάνω κάτω τίποτε το τοιούτον εκείνο, το οποίον θέλεις να ειπής; Κι' αυτός αφού μ' άκουσε με μεγάλην προσοχήν, μου εξωμολογήθη ότι συμφωνεί μ' εμένα και ότι καλά εμάντευσα την σκέψιν του.

Διότι είναι αδύνατον να εύρης ποτέ ότι εκείνο το οποίον δεν έπαθα ούτε εγώ ούτε συ, αυτό το επάθαμεν και οι δύο μας. Σωκράτης. Πώς το εννοείς αυτό, Ιππία μου; Ίσως όμως λέγεις κάτι, και εγώ δεν το εννοώ. Άκουσε όμως καθαρώτερα από εμέ τι θέλω να ειπώ. Δηλαδή εγώ νομίζω ότι είναι δυνατόν να πάθωμεν οι δύο μας εκείνο, το οποίον ούτε εγώ έπαθα ούτε είμαι ούτε συ είσαι.