Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Είνε αληθές ότι αφ' ότου επρόσεξεν εις την κόρην της χήρας, τα λευκά και αβρά θέλγητρα της Μαργής εξήσκουν άλλου είδους γοητείαν εις την ψυχήν του ημιαγρίου εφήβου και όταν την έβλεπε τον ώθει αγρία ορμή να την περιβάλη με τους ρωμαλέους βραχίονάς του και να λυώση εις την λαύραν των πόθων του την μικροκαμωμένην και γαλακτώδη εκείνην ξανθήν.

Το ξύλο έτριζεν άγρια επάνω στον βράχο, εστέναζεν, έναςένας του έφευγαν οι αρμοί, άνοιγεν η καρίνα, εσκορπούσαν τα δεσίματα. Ένα κύμα έκοψε τις στραλιέρες του. Άλλο κύμα εξερρίζωσε το πρυμιό κατάρτι με όλα τα ξάρτια. Τρίτο κύμα άνοιξε το λυγερό σκαφίδι του. Σχοινιάμαδέρια στα κύματα· ναυαγοί στους βράχους. Σε μια ώρα μέσα κουρέλι έγινεν η όμορφη «Παντάνασα».

Αυτά 'πε και ο Αντίνοος βαρύτερα εχολώθη, και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα• «Αχ! τώρα πλέον άβλαπτος μέσ' απ' το μέγαρό μας, 460 καθώς πιστεύω, δεν θα βγης, αφού και μας υβρίζεις».

Ανασήκωσε βαρειά τόμορφο κεφάλι της σα νάθελε να διώξη τρομαχτικά όνειρα και τέντωσε τα μάτια της κοιτάζοντας άγρια έξω απ' το κρεββάτι. Το κανδηλάκι πούκαιε εκεί σε μιαν άκρη, έρριχνε θαμπές και τρεμάμενες αχτίδες μέσα σε θεόρατες σκιές που ξαπλόνουνταν τρεμουλιαστές απάνω στα ντουβάρια, στα μόμπιλα, στο πάτωμα.

Και 'κεί προς τα μεσάνυχτα, δυο δράκοντες, δυο φίδια, μαύροι, κυματοκούνητοι, σταλμένοι από την Ήρα με προσταγή τρομαχτική τον Ηρακλή να φάνε, ωρμήσανε κ' εδιάβηκαν της θύρας το κατώφλι. Εσέρνονταν κατάχαμα κ' οι δυο μ' άγρια λύσσα κι ανάλαμπαν τα μάτια των και φλόγες εσκορπούσαν και μέσ' από το στόμα των πικρό φαρμάκι εφτύναν.

Μια στιγμή που απαράτησεν ο γέρος το τιμόνι, μας άρπαξε το ρέμα στα κλωθογυρίσματά του, μας έσπρωξε απάνω στα Γερακούνια και η δόλια γολέτα άνοιξε σαν καρύδι. Και από τη θαμπή ερημία του νησιού, ανέβηκε για τελευταία φορά, πλέον άγρια κ' αιματοπήχτρα η φωνή της κουκουβάγιας, κραυγή νικητήριος συφοράς και δακρύων: — Κουκουβάου!... κουκουβάουβάου!...

« Την 'πήρατο χαρέμι μου. » Και πρώτη τήνε 'φκιάνω » Την είχα 'σάν κορίτσι μου, » Την είχα 'σάν παιδί μου. » Μ' εφίλει· μου 'μαλάκωνε » Την άγρια ψυχή μου » Μου 'φαίνονταν 'σάν άγγελος «'Πό τον θεό, 'πό πάνω

Ο ύπνος, πούναι της ψυχής κρυφό περιβολάκι Με χίλια μύρια βότανα για να γιατρεύη πόνους, Είχε γλυκάνη την καρδιά του Ομέρπασα Βριόνη Και τούχε σβύση τη χολή, την άγρια την αψάδα 'Σ τ' ανδρειωμένα σωθικά.

Και ξόρκιζε τους Αίιδες, ξορκίζει το Μηριόνη «Αίιδες και του Μέγη γιε, των Αχαιών αρχόντοι, τώρα όλοι θυμηθείτε τες του δόλιου μας Πατρόκλου 670 τις χάρες. Πάντα 'να γλυκό να πει είχε σ' όλους λόγο σα ζούσε... Αχ τώρα θάνατος τον πήρε κι' άγρια μοίρα

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ας πάη στην κατάρα του θεού, όποιος απ’ τ’ άγρια δεσμά ελύτρωσε τα πόδια μου τα τρυπημένα, ή μ’ έσωσε απ’ τον θάνατον χωρίς καλό με τούτο να μου κάμη. Γιατί τότε αν επέθαινα, δεν θα θλιβόνταν σήμερα οι φίλοι μου, κι εγώ δεν θα θλιβόμουν! ΧΟΡΟΣ Άμποτε να ’τον, όπως λες. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έτσι δεν θα γινόμουνα φονιάς αυτού που μ’ έσπειρε, ούτε νυμφίον θα μ’ έκραζαν οι άνθρωποι της μάνας μου.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν