Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Μα εκείνο που τούκαμε μεγαλήτερη εντύπωση ήταν το χτήμα του Θεομίσητου. Τ' ήθελες και δεν είχε μέσα! Ήμερα δέντρα για καρπούς· άγρια για ξύλα, για σανίδια, για πατερά. Χώρια τα όψιμα χωράφια· χώρια τα πρώιμα. Και όλα στοχαστικά μοιρασμένα. Άλλα για σιτάρι, άλλα γι' αραποσίτι, άλλα για βρόμη, για σήκαλη, για καπνό.

Όταν όμως το καθέν από τα δύο αυτά γίνεται ορμητικόν, το ονομάζομεν έρωτα. Πολύ ορθά. Λοιπόν η μεν φιλία των αντιθέτων είναι φοβερά και αγρία και σπανίως είναι αμοιβαία, η δε των ομοίων είναι ήμερος και αμοιβαία εις όλην την ζωήν.

Η μορφή του η αγρία, εφάνη αγριωτέρα εν μέσω της ερημιάς και η Γερακούλα μετά δέους εζάρωσε, τρέμουσα ως οψάριον, παρά τινα σπηλαιώδη ρίζαν μεγάλης ελαίας. Ο ληστής εστάθη αποτόμως και έβλεπεν αγρίως προς το βαθύ ρεύμα κάτω, ωχρός και με υπόλευκα μελανιασμένα τα χείλη. Αν η Γερακούλα δεν κατεπλήσσετο αίφνης, θα παρετήρει ότι ο ληστής έτρεμε περισσότερον από αυτήν.

Τα άγρια ζώα όμως από στενοχωρίαν, δηλαδή διότι επληγώθησαν ή διότι φοβούνται, άλλως όμως αν ευρίσκωνται μέσα εις πυκνόν δάσος ή εις λίμνην δεν πλησιάζουν. Επομένως δεν είναι ανδρεία, διότι ορμούν εις τον κίνδυνον, επειδή παρορμώνται από πόνους και έξαψιν, και επειδή δεν προβλέπουν κανένα φόβον, διότι τοιούτοι ανδρείοι είναι και οι όνοι, όταν πεινούν.

Ένας ποιητής έψαλλε μίαν τροπικήν νήσον «όπου η ζωή ήτο τόσον αγρία, ώστε ήτο ήμερος». Η μανία ή ο τρόμος των θηρίων αν και διαιωνισθείς διά του κληρονομικού ενστίκτου, ήρχισε το πρώτον ένεκα της σκληράς επιθέσεως του ανθρώπου· και αφθονούν τα ιστορικά παραδείγματα κατά τα οποία η αγριότης ενικήθη από την πραότητα, το μεγαλείον, την ευγένειαν του ανθρώπου.

ΣΤΕΦΑΝ. Τι εσυνέβηκε; Έχουμε διαόλους εδώ; μας γελοπαίζεις μ' άγρια πράμματα, με Ινδιάνους; Α! εγλύτωσα από του να πνιγώ για να σκιαχθώ τώρα τα τέσσερα πόδια σας; Επειδή είναι γραμμένο. «άνθρωπος που αρκουδίζει, δεν τον σκιάζει ποτέ». Και αυτό θ' αληθεύη πάλι όσο ζη ο Στέφανος. ΚΑΛΙΜΠ. Το πνεύμα με βασανίζει, ω!

Τον αγαπάει αλλοιώτικα, με μια φωτιά πιο άγρια που της πίνει όλη τη δροσιά- Ήτον τεχνίτης ξυλογλύπτης ο Νίκος κ’ έβγαζε ταχτικά ίσαμ’ οχτώ δραχμές την ημέρα. Είχε πάρει μια δουλειά αποκοπή για δυο χιλιάδες κι ο μάστορας που του δούλευε τούδωσε ένα πεντακοσάρικο μπροστάντζα κ’ έτσι αποφάσισε να κάνη αυτό που τούλεγε η καρδιά του, να στεφανωθή τη Βεργινία.

Θέλω ν' ακούω τα νύχια σου να τα τροχάς 'ςτά βράχια, Ν' ακούω την άγρια σου κραυγή, τον ίσκιο σου να βλέπω. Θέλω, μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια, Και τυραννιέμαι, και πονώ, και σβύεμαι νύχτα μέρα. Παρακαλώ σε, σταυραητέ, για χαμηλώσου ολίγο, Και δος μου τες φτερούγες σου και πάρε με μαζύ σου, Πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάη ο κάμπος!

Δεν επρόφτασε ν' αγκαλιάση το παιδί του ο γέροντας κ' έξω αντήχησε φωνή τρανολάλητη, άγρια και κακή, λέγεις και το ξερονήσι κοσμοχαλαστής εχύθη κ' εκύκλωσε το παλάτι. — Εκδίκησι!... εκδίκησι!... διπλοτριπλώνει στα μεσούρανα η φωνή.

»Τ' άχαρα κόκκαλά μου.» σ. 58. Άχαρα . Σημαίνει ενταύθα οικτιρμόν, ταλανισμόν ως και το φτωχός και το δύστυχος και τα παραπλήσια. Ως εκφαυλιστικόν δε συνεκφέρεται συνήθως μετ' άλλης επεξηγητικής λέξεως ως π.χ. άχαρος και κακόμοιροςΜε τ' άγρια τα χνώτα τους Γκέγκικα καρυοφύλλια. σ.58

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν