United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πουλάκια, μικρά, τόσο μικρά, που να τα κλείση ένας στην παλάμη του, έχυναν τη χαρμόσυνη, μελωδική φωνούλα τους, τρέχοντας εναέρια από δέντρο σε δέντρο και από θάμνο, σε πέτρα, με το κυματιστό, χαριτωμένο πέταμά τους· αρνάκια σγουρόμαλλα, σωριασμένα στον απότοιχο χωραφιού, αναμασσούσαν την τροφή τους αμέριμνα.

Κ' ήτανε κάποιος γείτονας, ζευγολάτης δικού του χωραφιού, που τον ελέγανε Χρώμη και περασμένος στα χρόνια. Αυτός είχε γυναικούλα φερμένη από την πολιτεία νέα κι όμορφη και πιο τρυφερή από χωριάτισσα· την ελέγανε Λυκαίνιο.

Λοιπόν μια μέρα, στο κυνήγι, καθώς ο Βασιλέας ακούγοντας το θόρυβο των κυνηγών και των λαγωνικών, κρατούσε το άλογο του στη μέση ενός ωργωμένου χωραφιού, πήγαν κοντά του καλπάζοντας και οι τρεις: «Βασιληά, άκουσέ μας. Είχες καταδικάσει τη Βασίλισσα χωρίς δίκη, κ' ήταν άδικο. Σήμερα την αθώωσες πάλι χωρίς δίκη.

«Να ζήσ' η νύφη κι' ο γαμπρός και να καλογεράση. Ο Στέφανος, μεθυσμένος, ξαπλώθηκε κατά γης και απολάμβανε. Άξαφνα ο γέρω Μαρούπας ανησύχυσε· του εφάνηκε ν' άκουσε κάτι σαν πάτημα· έτρεξε στην άκρη του χωραφιού. Έστησε τ' αυτί του κ' εδιάκρινε τώρα ποδοβολητά να πλησιάζανε ολοένα· και σαν να ήταν κάμποσα.

Βγαίνουμ' έξω και κατεβαίνουμε στην πιο μακρινή τη γωνιά του μικρού χωραφιού μας, κοντά σε μια μεγάλη συκαμινιά. Σκοτάδι, πίσσα. Τύχη μας που δεν είχε μήτε φεγγάρι. Ώρες κι ώρες έσκαβε ο γέρος, και ξεφτυάριζα εγώ χώμα. Κ' ένας φόβος! Φύλλο, έπεφτε και τρομάζαμε. Σαν έγεινε ο λάκκος βαθύς ως τη μέση μου, γυρίσαμε στο καλύβι. Τους σηκώσαμε κατά πως είτανε, με τάρματά τους, μ' όλα τους.

Του ήταν αγαπητό το άρωμα χωραφιού φασουλιών κατάβραδα κι ο μυρωδάτος νάρδος που φύτρωνε στα βουναλάκια της Συρίας και το φρέσκο πράσινο θυμάρι, η μαγεία του κρασοπότηρου. Τα πόδια της αγάπης του σαν περπατούσε στο περιβόλι ήταν σαν κρίνα στοιβασμένα πάνω σε κρίνα. Πιο απαλά από τα πέταλα της υπναρούς παπαρούνας ήταν τα χείλη της, πιο μαλακά από τις βιολέττες και σαν τις βιολέττες μυρωμένα.

Εγώ έπιακα έναν παχύν ίσκιο βαλανιδιάς, σιμά σε παλιόν ξερότοιχο χωραφιού, έστρωσα της καβάλας μου τη φλοκωτή βελέντζα καταγής 'ςτ' απάτητα ξηρόχορτα, έβαλα προσκέφαλο το δισάκκι μου το τράγιο, και χωρίς να βγάλω ούτε φόρεμα ούτε τσαρούχια, ξαπλώθηκα τ' ανάσκελα σκεπασμένος μ' ένα λαφρό κοντοκάπι.

Τα τραγούδια τους ήταν όλα τραγούδια της ζωής τους, του χωραφιού, της στάνης, του καλυβιού, της δουλιάς και της αγάπης τραγούδια και κάπου κάπου και κανένα της ξενητιάς. Κλέφτικο όμως τραγούδι ουδ' ένα δεν άκουσα. Μα κι ο χορός τους ακόμα δεν ήτον ο πολύδιπλος και ζωηρός εκείνος χορός οπώβλεπα στα χωριά των βουνών.

Τα τραγούδια τους ήταν όλα τραγούδια της ζωής τους, του χωραφιού, της στάνης, του καλυβιού, της δουλιάς και της αγάπης τραγούδια και κάπου κάπου και κανένα της ξενιτιάς. Κλέφτικο όμως τραγούδι ουδ' ένα δεν άκουσα. Μα κι ο χορός τους ακόμα δεν ήτον ο πολύδιπλος και ζωηρός εκείνος χορός οπώβλεπα στα χωριά των βουνών.

Είταν πια βράδυ βράδυ σα γύριζε η Ασήμω στο φτωχικό της, όξω κι όξω του χωριού δίπλα σε θολή ρεματιά, — καταδεχάμενος τόπος για γουρουνάκια, για χήνες και για ορνίθια. Την ηύρε τη θεια της και συμμάζωνε τη φτερουγιαστή φαμελιά της, να καταλαγιάσουνε πρι να σκοτεινιάση. Στέκουνταν καταμεσής χωραφιού και τα φώναζε, το κάθε είδος στη γλώσσα του, — τα έρμα της, καθώς τάλεγε.