Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Αλλά πώς εννοείς; την αλήθειαν θα φωνάξη αυτός που φωνάζει αυτά, ή ψέμματα: Ή μήπως ένα μεν μέρος είναι αληθές, το άλλο όμως ψευδές; Διότι και τούτο ακόμη θα ήτο αρκετόν. Κρατύλος. Εγώ φρονώ ότι αυτός απλώς θορυβεί, εις μάτην θέτων εις κίνησιν τον εαυτόν του, ως να εκτύπα και έθετε εις κίνησιν ένα χάλκινον αγγείον. Σωκράτης. Ειπέ μου τόρα, καλέ Κρατύλε, ίσως και φθάσωμεν εις ένα συμβιβασμόν.

Η μία τούτων ήρκει να την ίδη, και παρευθύς εσάλπιζε σύναξιν. Εκτύπα τας παλάμας ως κώδωνα, ύψου ως σύριγγα την φωνήν, και ανέκραζεν· — Η γυφτοπούλα! Η γυφτοπούλα! Και όλαι αι γειτόνισσαι, όσαι δεν είχον εργασίαν να κάμουν, έτρεχον. Τα πάντα εφαίνοντο αστεία εις τας γειτονοπούλας εκείνας, χωρίς να είνε τοιαύτα. Αι γυναίκες εκείναι εφαιδρύνοντο, εκάγχαζον, εξεκαρδίζοντο άνευ αιτίας σχεδόν.

Ο κλέφτης όμως εις την ποδοβολήν μάχης και την όσφρανσιν πυρίτιδος δεν ηδύνατο να συγκρατήση τον εαυτόν του· αν ήτο εις φυλακήν ετρύπα τους τοίχους, κατέθραυεν αν είχε σίδηρα κ' έτρεχεν εκεί. Μόλις δ' έφθανεν εμεθύετο, παρεφέρετο, εκτύπα εδώ κ' εκεί ως τυφλός, φωνάζων εις τους εχθρούς διά να τους γνωστοποιήση την παρουσίαν του, συρίζων και δεν απεσύρετο ειμή διά της βίας παρά των συντρόφων του.

Τον ήχον αυτόν τον εγνώριζα αρκετά καλώς. Ήτο η καρδιά του γέρου που εκτύπα. Καθώς ο κρότος του τυμπάνου κεντρίζει τα θάρρος του στρατιώτου, ο θόρυβος αυτός δεν έκαμεν άλλο τίποτε από του ν' αυξήση την μανίαν μου. Συνεκρατήθην ακόμη ολίγον, και εστάθηκα εμβρόντητος. Μόλις ανέπνεα. Εκρατούσα το φανάρι ακίνητον. Με πόσην επιμονήν προσπαθούσα να κρατήσω την ακτίνα ακριβώς επάνω εις το μάτι.

Ο παπα-Στουπής, φίλε μου, μόλις του πάνε την διαταγήν του Μητροπολίτου «Τι έκαμε λέειεφώναξε με την άγρια, βραχνιασμένην φωνάραν του από τον ταραμά, ένας καλός εφημέριος εις τον άγιον Δανιήλ, έξω εις τα ελαιοτριβεία, και άρχισε από τα μεσάνυχτα, σαν εις το Μέγα Πάσχα να σημαίνη· την έσπασε την καμπάνα, φίλε μου. «Τι έκαμε λέειεπανελάμβανε και εκτύπα, κρεμασμένος εις την καμπάνα, με θυμόν.

Όταν ήθελε να κάμη μεγάλην τινά επιχείρησιν ή και απλώς να διασκεδάση εκτύπα τρις τας παλάμας κ' εφώναζε: — Κυράδες μικρές, Κυράδες τρανές, ελάτεκυρά σας τη μεγαλείτερη. Κ' ευθύς συνέρρεον περί αυτήν οι Νεράιδες της θαλάσσης, οι Λάμιες των λιμνών, οι Τσατσούλες των βουνών, όλα τα πνεύματα των δασών και των ερήμων, αι Μοίραι, γελώσαι, τραγουδούσαι και πρόθυμοι να την υπηρετήσουν.

Μία εξ αυτών κατελήφθη υπό σπασμωδικού ακαταβλήτου γέλωτος και ενώ δια της μιας χειρός εκράτει τα στήθη της, δια της άλλης εκτύπα τον ώμον της Λενιάς: — Θεοσκοτωμένη, να σκάσω θέλω απού τα γέλια, σε καλό να μου βγούνε!

Εκ πρώτης όψεως εφάνη εις τον Βινίκιον ότι, όχι μόνον η πόλις κατεβιβρώσκετο από τας φλόγας, αλλ' ο κόσμος ολόκληρος, και ότι τίποτε δεν θα διέφευγεν από τον ωκεανόν εκείνον του πυρός και του καπνού. Είχεν ήδη εξημερώσει και ο ήλιος εφώτιζε τας κορυφάς των πλησίον λόφων. Ο Βινίκιος δεν ηδύνατο να συγκρατηθή επί του ίππου του, εκέντριζε και εκτύπα αυτόν διά να φθάση όσον το δυνατόν ενωρίτερον.

Τα προπύλαια έχουσι δέκα οργυιών ύψος, κεκοσμημένα με έκτυπα έξ πήχεων αξιόλογα· ο ναός, ευρισκόμενος εις το κέντρον της πόλεως, είναι πανταχόθεν καταφανής παρ' εκείνων οίτινες περιέρχονται αυτόν, καθότι, επειδή η πόλις υψώθη, το δε έδαφος του ναού έμεινε το ίδιον, φαίνεται τοιούτος οίος εκτίσθη απ' αρχής.

Ογλήγορα τα χρήματα, έλεγε κ' εκτύπα τους δειλαίους μοναχούς ωχρούς και αφώνους προ του απροσδοκήτου θεάματος. — Πήγαινετο μαγειριό, Θανάση, να ετοιμάσης το λάδι. Είπε προς τον γνωστόν μας νεαρόν ληστήν ο αρχηγός, βλέπων ότι οι μοναχοί έμενον άναυδοι. Σιγή φοβερά επηκολούθησεν.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν