Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Μην το κακοβλέπης το πέμτο το τάγμα. Είναι Τραμπούκοι. Καλοί πατριώτες, που έχασαν τα νερά τους. Τούρκους να πολεμήσουν αν είχαν, δαφνοστεφάνωτοι θα περνούσανε τώρα. Πέρασέ το με μια ματιά το έχτο το τάγμα. Είναι Πραματευτάδες και παντής λογής δουλευτάδες, που τότε μόνο συλλογιούνται τα χάλια του τόπου, όταν ανεβαίνη το κάμπιο, ή πλερώνουνε φόρους. Οι «Δημοσιογράφοι» διαβαίνουν τώρα.

Εκεί δα, νά σου κι ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η γειτόνισσα η Χαρζανοπουλίνα, η χήρα του δικαστικού κλητήρα, με τη μια της κόρη την πιο μεγάλη, πούτον η αλαφροήσκιωτη-αν νεγκλιζέ. Η γριά τουλάχιστο πάντα ήτονε γριά κι άσχημη σα μάγισσα, μα της «νέας» τα χάλια καθώς ήταν άφτειαχτη και στη φυσική της κατάσταση δε μολογιούνται.

Θαρρώ πως δεν πρέπει κανείς, σα βάζει πρόσωπα σ' ένα ρομάντζο, να προσέχη μόνο στον τόπο που βρίσκουνται τα πρόσωπα, στα σπίτια, στις κάμαρες, στους μπερντέδες, στα χαλιά, μα να προσέξη πολύ περισσότερο στην ψυχή, τόσο μάλιστα να προσέξη που να ξεχάση τον τόπο και να βλέπη την ψυχή μονάχα.

Η πατριωτική αισθηματολογία που πλημμύριζε την καρδιά του τού στούμπωσε το λάρυγγα. Τα δάκρυα άρχισαν να πέφτουν ακράτητα και το σώμα του να ταράζεται λες κ' έπαθε από σεληνιασμό. — Κουρδίστηκε τ' οργανέτο και παίζει· εσκέφτηκε ο Αλαμάνος με θλίψη. — Τ' ακούς; είπε σε λίγο με ασθματική φωνή ο Αριστόδημος. Τούτα να κυττάς εσύ και ν' αφίνης το γουρνάρη στα χάλια του.

Είχε πάντα την πονηρία ν' αρχίζη με φούριες για να σκεπάζη την παρουσία του, που ήξερε και μόνος του πως δεν ήταν ευχάριστη, και να τελειώνη με γλύκα και ταπεινοσύνη. — Αν ρωτάς και για μένα, τα ξέρεις τα χάλια μου. Δεν μπορώ να κρυφτώ.

Και τότε εκεί ίσως χάνουνταν ο θνητοφάγος Άρης, Μον στον Ερμή το πρόφτασε η γλυκομάτα Ερίβια, η μητρυιά τους, κι' ο Έρμης τον κλέβει από κει μέσα 390 σ' άσκημα χάλια, κι' η σκληρή τον έτρωγε τριχιά του. Έπαθε η Ήρα τον καιρό που στο δεξύ βυζί της ο θεριομάχος Ηρακλής με τρίγλωσση σαΐτα την κάρφωσε, που πήγε πια ναν την τρελάνει ο πόνος.

Αλλοιώτικος γέρος αυτός ο Ανέστης! Για του κόσμου τα μεγαλεία δεν τον πολυέμελε κιόλας· ως τόσο να γυρίση από τα ξένα και να φυτρώση ανάμεσα στους δικούς του με τέτοια χάλια ύστερ' από χρόνους και χρόνους αγωνία και βάσανο, δεν του ερχότανε και πολύ.

Ο Καπετάν-Πεφάνης, σαν τσάκισε κανένα δυο γολέττες κι' άλλα τόσα μπρίκια, τσάκισε κι' αυτός στο τέλος, πρίστηκαν τα πόδια του, πέρασε από την Επιτροπή, είδαν κ' οι γιατροί τα χάλια του και τον λυπήθηκανπήρε τη σύνταξί του. Κι' από καπετάνιος έγινε καφετζής στον ανεμόμυλο.

Όλα ήταν σε τάξη εκεί μέσα: επάνω μερικά φθαρμένα παπλώματα, μεταξωτά χαλιά, μάλλινες κουβέρτες που από την πολλή χρήση είχαν πάρει το κίτρινο χρώμα του κρόκου, πιο κάτω τα ασπρόρουχα που μύριζαν κυδώνι και κάνιστρα φτιαγμένα από ασφόδελο και βούρλα που στο κιτρινωπό τους φόντο διαγράφονταν σχέδια σε μαύρο χρώμα βάζων, ψαριών και ειδωλίων της πρωτόγονης τέχνης της Σαρδηνίας.

Κι' αφτή στης Διώνης έπεσε τα πόδια, η Αφροδίτη, 370 στης μάννας της· στην αγκαλιά την πήρε τότε η Διώνη, την πήρε και τη χάιδεψε και τρυφερά της είπε «Πιός, φως μου, σ' έκανε σ' αφτά τα χάλια απ' τους ουράνιους, αψήφιστα, σα νάκανες κάνα άπρεπο στο φόρο

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν