United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από το κλάψιμό της το πολύ, από το πολύ παράπονό της, από τα τόσα δάκρια της, την έχει πιάσει μια νευρική ταραχή, τινάζεται απάνου στο κάθισμά της ξαφνικά, κοιτάζει γύρο της ολοένα κι όλο μου λέει πως φοβάται, πως πολύ φοβάται, κάτι αόριστο φοβάται που τριγυρίζει το σπίτι. Φαντάσματα λέει, στοιχειά, ξωτικά, δεν ξέρω και γω τι λέει. . . Πιστεύω, πως είναι από τη λύπη της.

Και φωνάζοντας λοιπόν και συζητώντας και λογομαχώντας ο Ρωμιός άλλο δεν έχει στο νου του παρά το δικό του, εκείνο δηλαδή που θαρρεί πως είνε δικό του συφέρο. Κ' έτσι καταντούμε πάλι στην ίδια πηγή του Εγωισμού. Τέταρτο ψεγάδι, που αγαπάει, σέβεται, φοβάται, τρέμει, προσκυνάει, λατρεύει, και τέλος μιμάται τα ξένα. Σημάδι αλάθευτο μισοβαρβαρισμού.

Κάποτες φοβάται μήπως τάχασε κι ο ουρανός. Έτσι φοβήθηκα και γω μήπως τάχασε η Αθήνα. Παρατηρούσα κάτι περιστατικά που δεν τα χωρούσε ο νους μου. Πότε, να τους άκουγες, έλεγα τάδε πράμα, πότε πάλε το εναντίο. Ο ένας έγραφε ένα, ο άλλος άλλο, κι όλοι ανάποδα. Πώς να τα ταιριάξω; Άξαφνα φως μου κατέβηκε.

Αλλ’ όμως επειδή συμπατριώτης είμαι δικός σας, ακούστε με τούτο σας κηρύττω: αν ίσως και κανείς σε σας τον βασιλέα ποιος σκότωσε γνωρίζει, τον προστάζω να ’λθή καταλεπτώς να φανερώση εμένα την πράξιν. Αν ο ένοχος ο ίδιος φοβάται το φοβερό που ετέλεσε να ειπή το κρίμα, μήπως και λάβη την ποινήν όπου τ’ αξίζει, κηρύττω εγώ πως άφοβα να πη το κρίμα μπορεί και, λέγω, απείραχτον θα τον αφήσω.

Μωρέ! φώναξε ο Χαγάνος, ανατριχιάζοντας από κείνο το κύτταγμα. Πίστεψε πως βρέθηκε πίσω, σε καιρούς που έμαθε από παιδί να τους φοβάται.

Ο γυιός του τώρ' ανδρειεύθηκε, και περπατάει τη νύχτα Με του Γιαννούλα τ' άρματα αλαφοκυνηγώντας Κι' ούτε Νεράιδες σκιάζεται ούτε Ξωθιαίς φοβάται, Γιατ' είνε Νεραϊδόπαιδο κ' έχει Νεράιδας αίμα. Χωρίς ν' αρπάξη απ' τα μαλλιά δεν άφηκε Νεράιδα, Χίλιαις ως τώρα φίλησε κι' αγκάλιασε άλλαις τόσαις.

Μπορεί και η Ελληνίδα, να μην είναι πάντα δειλή, μα πάντα κρύβει τη σκέψη της, δε βγάζει από τα σωτικά της ό,τι και νάναι. Και την κρίση του αντικρυνού της τη φοβάται. Όλα είναι πιο κατακαθισμένα μέσα της, τίποτα δε μνήσκει στην επιφάνεια, παρά μονάχα η χάρη της, ― η μορφή, ― γιατί η μορφή είναι το παν, η σκέψη δε σημαίνει τίποτα.

Ένα φιλί, να μου δώσης ακόμη ένα φιλί, Λέλα, ένα φιλί σου. — Γρήρορα, γρήγορα, να μη μας διή κανένας. Καρλή μου σ’ αγαπώ. Φέβγει, φέβγει. Σκοτεινιάζει. Τι ερημιά που την έχει η κάμερή μου! Τραβιούμαι στην κάμερή μου. Πέφτω και πλαγιάζω. Με παίρνει ο ύπνος. Έφυγε βιαστικά. Γιατί να φύγη; Πού τρέχει; Ακόμη φοβάται; Μήπως είταν όνειρο, Καρλή; Όχι. Όνειρο τέτοιο δε γίνεται.

Κι όμως ποιος δε θα λυπότανε αγαπητικό, που θάπρεπε να φοβάται εκείνον που αγαπάει; Μα εγώ αγαπάω στο κορμί του σκλάβου την ομορφιά την ελεύθερη.

Ο Καερδέν ταξείδευε αδιάκοπα ως που έρριξε άγκυρα στο λιμάνι του Τινταγκέλ. Πήρε ένα λαμπρό ύφασμα με σπάνιο χρώμα, ένα ωραίο μετάλλινο ποτήρι, κ' ένα μεγάλο γυπαετό στο χέρι, και τα χάρισε στο Βασιληά Μάρκο, παρακαλώντας τον με ευγένεια να του παραχωρήση την προστασία του και την ειρήνη του, για να μπορέση να εμπορευθή στον τόπο δίχως να φοβάται τίποτα ούτε από αυλικό ούτε από υποκόμη.