Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουλίου 2025


Στο μυχό του δάσους, τον περιτριγυρισμένο με κλαδιά, που τους εχρησίμευε για άσυλο, η Ιζόλδη η ξανθή περίμενε την επάνοδο του Τριστάνου. Μια ακτίνα του φεγγαριού φώτισε το χρυσό δαχτυλίδι, που είχε αφήσει στο δάχτυλό της ο Βασιληάς Μάρκος. Σκέφτηκε: «Αυτός που έτσι ευγενικά μου έδωκε τούτο το χρυσό δαχτυλίδι, δεν είναι ο ίδιος θυμωμένος άνθρωπος που με παρέδωκε στους λεπρούς.

Ο γέροφιλόσοφος ένοιωσε τότε τα γέρικα στήθια του να πλημμυρούνε από ένα κατάλευκο φως. Κι' αναστέναξε. Ο αναστεναγμός του δεν ακούσθηκε. Ένα αηδόνι, που τραγουδούσε μέσα στα κλαδιά του κυπαρισσιού, βουβάθηκε κι' αυτό. Το αλαφρό φλοίσβημα του νερού έσβυσε γλυκά στις όχθες της λίμνης. Το μακρυνό παράπονο του κούκου σώπασε. Όλους τους ήπιε το φως του φεγγαριού.

Η καρδιά του όμως άρχισε να τρέμει και τα μαύρα και σκασμένα δάχτυλά του έτρεμαν κι αυτά με τα ασημί βούρλα που γυάλιζαν στο φως του φεγγαριού σαν υδάτινες κλωστές. Τα βήματα δεν ακούγονταν πια. Ο Έφις όμως έμενε ακόμη εκεί και περίμενε ακίνητος. Το φεγγάρι ανέβαινε μπροστά του και οι φωνές του απόβραδου ειδοποιούσαν τους ανθρώπους ότι η μέρα τους είχε τελειώσει.

Κι’ ένα κομμάτι φεγγαριού στο μάγο αποσπερίτη, Να σου! και μπαίνει γελαστή η αρχοντοπροξενήτρα Και χαιρετάει με χαρά και με περίσσια αγάπη : — Καλή σου μέρα, λυγερή και ξακουσμένη Μάρω!— Κι’ η Μάρω προσηκόνεται και της απολογιέται : — Καλώς μου την αρχόντισσα με τα γλυκά της λόγια.... Σαν τι αγαπάς αρχόντισσα; Το πρόσταγμά μου ποιο είναι; — Δεν έρχομαι με πρόσταγμα, μον έρχομαι μ’ αγάπην... Από τον Γιάννον έρχομαι, τον χιλιοπαινεμένο, Που τον γυρεύουνε πολλές, τον αγαπούνε χίλιες, Γιατ’ είνε άξιος κι’ ώμορφος, γέρος και παλληκάρι.

Κι ακαρτερούσε στη βάρκα κάτω. Να δειπνήσουμε κ' εμείς έξω· να βγη και το φεγγάρι πάνω στα βουνά· να κατέβουμε ενωρίς, να ξεβγούμε όπου ήξερε ο Καπτάν-Μιχάλης. ... Γιαλό, γιαλό το περιγιάλι εγλυστρούσαμε πάνω στο μαγεμένον του φεγγαριού καθρέφτη, κατά την ακροπελαγιά. Αργή, καμαρωμένη εκατέβαινε η βάρκα μας μες την ονειρεμένη σιγαλιά της νύχτας.

Τα λόγια της σμίγανε και γινόταν ένα με αυτήν την ίδια και με το καλοκαίρι που πέρασε, με το αίστημα της νυχτερινής εκδρομής στα σκοτεινά νερά, με τη βουή του δάσους και το αχτιδοβόλημα του φεγγαριού απάνω στα σγουρά κύματα. Όλα σμίγανε σ' ένα σύνολο και μου ψιθυρίζανε πως κέρδισα ένα θησαυρό. Μα ταυτόχρονα με βασάνιζε η ιδέα πως την είχα τρομάξει ωστόσο δίχως να το θέλω.

Ας είμαι ως τόσο καλά που πήγα και το είπα της Γαρουφαλιάς άμα σηκώθηκα, να μην αληθέψη το έρμο. Έβαλες, Αρετούλα μου, νερό στη φωτιά; Πήγαινε, κόρη μου, βάλτο, να σε λούσω απόψε στου φεγγαριού τις αχτίδες, να τα κάμω στην αστροφεγγιά τα σγουρά σου. Σήκω, αγάπη μου, κ' έχε το νου σου και στο φαεί των παιδιών. Άργησαν οι βλογημένοι, και πρέπει να μποδίστηκαν κάπου. Αρετ.

Μα είχαν οι Μικρασιανοί κι άλλους φοβερούς εχτρούς τους Ισαύρους , που ροβολώντας κάθε λίγο από ταπόψηλά τους βουνά, κι ως τακρογιάλια ζυγώνοντας, και μέσα σε ουδέτερους λόγγους παραφυλάγοντας πρόβγαιναν άμα βράδιαζε, και με του φεγγαριού τις αχτίδες χυμίζανε σταραγμένα πλεούμενα, σκοτώνανε ναύτες και καραβοκυρέους, κι άρπαζαν ό,τι τύχαινε.

Από μέσα από μια μουριά, ένα μικρό σκουληκάκι είπε σιγαλά: — Εγώ είμαι ο μικρός ανυφαντής, που ρουφάω τις αχτίδες του ήλιου και του φεγγαριού. Εγώ θα της υφάνω τα μαλλάκια της. Ένα πουλάκι, που κελαϊδούσε τη νύκτα με το φεγγάρι, είπε τραγουδιστά: — Εγώ θα κτίσω τη φωληά μου μέσα στα στήθια της και θα κελαϊδώ τα πιο γλυκά τραγούδια μου.

Ξαφνικά, στο φως του φεγγαριού, βλέπει τη σκιά του Βασιληά στην πηγή. Γνωστική όπως όλες η γυναίκες, ούτε σηκώνει τα μάτια κατά το φύλλωμα του δέντρου. «Θεέ και κύριε μου! λέει χαμηλόφωνα, κάνετε μοναχά ώστε να μιλήσω εγώ πρώτηΠλησιάζει ακόμη.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν