Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Κείνη τη στιγμή κελαδητά κορυδαλού κι' άλλων πουλιών βγήκαν από τη συστάδα, κι' ο Τριστάνος έβαζε στης μελωδίες του όλη του την τρυφερότητα. Η Βασίλισσα κατάλαβε το μήνυμα του φίλου της. Κυττάζει χάμω το κλαδί της μοσκοκαρυδιάς σφιχτά αγκαλιασμένο από το αγιόκλημα, και συλλογιέται μέσα της: «Ναι έτσι είμαστε μεις, φίλε. Ούτε σεις δίχως εμένα.
Ο Γεροστάθης μετά τας ανωτέρω διηγήσεις μας ωδήγησεν εις τον κήπον του, διά να μας δείξη τας γεωργικάς προόδους του συμμαθητού μας Ιωάννου. Μας έδειξε δε διάφορα νεόφυτα δένδρα υγιέστατα και ανθισμένα, διάφορα ωραιότατα άνθη, και άλλα αξιόλογα προϊόντα, τα πάντα καλλιεργηθέντα υπό του φίλου μας Ιωάννου.
Η θέσις αυτή, η κωμικώς απαισία, αντί να μου κινήση τον γέλωτα, μου επροξένησε ρίγος . . . Η αυλεία θύρα με τας παραστάδας της — αντί πλαισίων — στολισμένας με υπερμεγέθη κέρατα και εν μέσω αυτών η ελεεινή μορφή του ατυχούς μου φίλου, όστις εξακολουθεί να γελά, προκαλών με να τον μιμηθώ . . . Γνωρίζων την συμβολικήν έννοιαν των κεράτων, και ότι μόνον μερικά τετράποδα καί τινες σύζυγοι έχουν το προνόμιον να στολίζωνται μ' αυτά, είπα καθ' εαυτόν, ότι βέβαια ο δαίμων της κολάσεως θα εφαντάσθη την εικόνα, διότι σατανική πράγματι ήτο η επίνοια.
Τοιούτον μας υπήρξεν, Εχεκράτη, το τέλος της ζωής του φίλου μας, του καλυτέρου, καθώς ημείς ημπορούμεν να βεβαιώσωμεν, ανδρός, και αφ' ετέρου του σοφωτάτου και δικαιοτάτου από όλους τους τότε, όσους εγνωρίσαμεν. Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά.
— Εγώ; όχι, Μα το Ναι. — Και τι έλεγες πρωτήτερα; — Διά να πάγω εγώ; Εχωράτευα, είπεν ο Σκούντας. — Ώστε έχεις και συ δουλειά; — Δεν πιστεύω, αλλά τι με μέλει; — Δεν σε μέλει λοιπόν διά την δυσκολίαν του φίλου σου; — Ποίαν δυσκολίαν; — Είνε μία δυσκολία αυτό δι' εμέ, είπεν ο Τρανταχτής. Δεν θέλω να δυσαρεστήσω την Βεάτην. Ο Σκούντας έσεισε τους ώμους. — Λοιπόν δεν γίνεται; είπεν ο Τρανταχτής.
Αλλά δεν γνωρίζω πώς έγεινε το λάθος και εγώ μεν επήρα εκείνο το οποίον περιείχε το δηλητήριον, ο δε Πτοιόδωρος εκείνο το οποίον δεν είχε. Και ο μεν Πτοιόδωρος ήπιε χωρίς να πάθη τίποτε εγώ δε αμέσως έπεσα κάτω νεκρός αντί εκείνου. Πώς, γελάς, Ζηνόφαντε; Δεν κάνεις καλά να γελάς διά το δυστύχημα του φίλου σου. ΖΗΝ. Τι να κάνω, Καλλιδημίδη; Αυτά που έπαθες είνε αστεία. Ο δε γέρων τι έκαμε;
Είνε τριακοντούτης μόλις, αλλά φαίνεται ότι πραγματικώς φοβάται και μόνον μετά νέας παρακινήσεις του φίλου του κατεβαίνει με πολλούς δισταγμούς και προφυλάξεις εις την θάλασσαν, όπου δέχεται την επαφήν του νερού με λαχτάραν σκύλου. — Αι! πώς είσαι; τον ερωτά ο άλλος, αφού εβούτηξε και επανήλθεν εις την επιφάνειαν. — Μου φαίνεται ότι... ζω ακόμη... Μα τι κρύο που είνε το νερό!
Μόνος ο Δάμων ατάραχος και φαιδρός βλέπει πλησιάζουσαν την στιγμήν, καθ' ην διά της ιδικής του ζωής ήλπιζε να σώση την ζωήν του φίλου του· αλλ' η χαρά του δεν ήτο πλήρης, διότι, γνωρίζων καλώς την αρετήν του Φιντίου, από στιγμής εις στιγμήν επερίμενε την εμφάνισίν του.
Δέκα χρυσά μάρκα έδωκε στον τραγουδιστή, και στο Βασιληά είπε ότι η μητέρα της η Βασίλισσα της Ιρλανδίας της έστελνε αυτό το δώρο. Έβαλε ένα χρυσοχόο κ' έφτιασε για το σκυλλί ένα ωραίο σπιτάκι στολισμένο με χρυσάφι και πολύτιμα πετράδια, κι' όπου πήγαινε τώπερνε κοντά της, για θύμησι του φίλου της. Και κάθε φορά που το κύτταζε, λύπη, αγωνία, νοσταλγίες, έφευγαν από την καρδιά της.
— Εγώ λέω να μας φέρης κι άλλο κρασί, Φωτεινή, της κάνει ο Προεστός, γιατί του φίλου μας το λαρύγγι έχει να δουλέψη. Ήρθε το κρασί, κι αρχίζει ο Σφακιανός. — Είταν αποφασισμένος ο πασάς, καθώς ξέρετε, να μας βάλη κάτω. Τρυγητή μήνα ξεκινάει με τη μερμηγκιά του κατά τον Ασκυφό. Πού να το σταματήσης τέτοιο κακό! Έπιασαν οι δικοί μας τα δυτικά τα βουνά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν