United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετ' ολίγον εξήλθε της αιθούσης και αμέσως επέστρεψε φέρων επί των παρδαλών ενδυμάτων του μαύρον επανωφόριον, ομματοϋάλια εις τους οφθαλμούς του και επί της κεφαλής του πίλον τρικαντώ. Η φυσιογνωμία και η συμπεριφορά του είχε μεταβληθή επί το σοβαρώτερον και αξιοπρεπέστερον. Εκράτει εις την αριστεράν φύλλον χάρτου και εσάλευε την ουράν του ως γραφίδα.

Αι νυκτοφυλακαί έπαυσαν, οι άνθρωποι ήρχισαν να εξέρχωνται εις τας εργασίας των και την νύκτα μέχρι του μεσονυκτίου μόνος ο Γέρω- Γιάννης, ο δημαρχικός κλητήρ, περιήρχετο την έρημον κώμην, φέρων το ωραίον καρυοφύλλι εις τον ώμον του και την τσακμακόπετραν εις το θυλάκιόν του.

Και τ' αρνί, Βασίλη, δεν βλέπεις και τ' αρνί; είπε μία χωρική εις τον πλησίον σύντροφόν της. — Ώμορφο πράμμα, εψιθύρισεν ούτος, θωπεύσας τον Γιάννο. — Ε μωρέ, για το σουβλί! εφώναξεν άλλος, φέρων την χείρα του υπό την ουράν του Γιάννου, ως κάμνουν οι κρεοπώλαι δια να εκτιμήσουν το πάχος των αρνίων. — Kαι ξέρει κάτι τραγούδια! . . . επρόσθεσεν άσεμνον γραΐδιον, δήθεν χαριτολογούν.

Ο Ναζάριος επέστρεψεν εις την φυλακήν φέρων σάκκον χρυσού υπό τον χιτώνα του. Όταν ενύκτωνεν, έπεσε ραγδαία βροχή, ήτις εξητμίσθη επί των πετρών των πυριφλεγών υπό του καύσωσος όλης της ημέρας και επλήρωσε δι' ομίχλης τας οδούς. Έπειτα επηκολούθησαν διαλείμματα νηνεμίας και ραγδαίας βροχής. Ο Βινίκιος και ο Πετρώνιος έλαβον γαλατικούς μανδύας με κουκούλαν. Η καταιγίς είχεν ερημώσει τας οδούς.

Ο Μπαμπαρέζος έζη ως Τούρκος, σπανίως εργαζόμενος, και εξυπνών αργά. Ήτο εκ των ολιγίστων Χριστιανών οίτινες εκάπνιζον, φέρων πάντοτε την καπνοσακκούλαν ανηρτημένην εις την ζώνην. Εις την εκκλησίαν δεν μετέβαινε τακτικά και κατέλυε τας νηστείας, πράγμα το οποίον εκίνει φρίκην άμετρον και βδελυγμίαν. Από τους Τούρκους επίσης είχε πάρει την αναιδή έξιν να κάθεται απρόσκλητος εις ξένας τραπέζας.

Οι δημογέροντες υπεσχέθησαν να ζητήσωσι δι' εμέ από τον Αγάν άδειαν να περιέλθω τα χωρία ως πωλητής, ο δε Παντελής προθύμως εδέχθη να με συνακολουθήση, άμα επιστρέψω φέρων την άδειαν. Εξεκινήσαμεν λοιπόν, οι μεν δημογέροντες επί των όνων των, εγώ δε πεζός, και εφθάσαμεν εις Καταρράκτην ενώπιον της κατοικίας του Αγά, όπου εκείνοι ανέβησαν αφήσαντες εμέ κάτω φύλακα των ζώων των.

ΜΑΚΒΕΘ Επήρα την απόφασιν, κι' όλαι μου αι δυνάμεις εις τούτο μόνον θα στραφούν το φοβερόν το έργον. Πηγαίνωμεν! Ας ήμεθα φαιδροίτον κόσμον όλον, ας κρύψη ο δόλος του 'ματιού του στήθους μας τον δόλον! Πρόδομος εν τω μεγάρω του Μάκβεθ. Εισέρχεται ο ΦΛΗΝΣ φέρων εις χείρας δαυλόν, ακολουθούμενος δε υπό του ΒΑΓΚΟΥ. ΒΑΓΚΟΣ Τι ώρα είναι της νυκτός; ΦΛΗΝΣ Δεν ήκουσα την ώραν, αλλ' η σελήνη έδυσε.

Έμενον εισέπεριμένοντες να ίδουν τ ο ν ι α τ ρ ό ν τρεις πελάται, ή μάλλον ειπείν τέσσαρες: Μία κυρία κομψή με την μικράν θυγατέρα της, έχουσαν τους οφθαλμούς δεμένους με λευκόν επίδεσμον, — είς κύριος μεσόκοπος φέρων ομματοϋάλια, αλλ' υγιής άλλως τους οφθαλμούς, κατά το φαινόμενον τουλάχιστον, — και είς νέος. Ο νέος ήτο φοιτητής της φιλολογίας προπαρασκευαζόμενος διά τας εξετάσεις του.

Ως προς δε πάλιν την αντοχήν εις το ψύχοςδιότι οι χειμώνες είνε πολύ βαρείς εις τα μέρη εκείναδεν είχε τον όμοιόν του πάντοτε μεν, αλλ' ιδίως κάποτε που ο παγετός ήτον πάρα πολύ φοβερός, ενώ όλοι ή δεν έβγαιναν έξω, ή αν έβγαιναν, εφορούσαν όσον ημπορούσαν περισσότερα, υποδημένοι δε και τυλιγμένοι εις τους πόδας με αρνακίδας και πιλήματα, αυτός εν τούτοις εξήρχετο φέρων ιμάτιον μεν τοιούτον οποίον και πριν εσυνείθιζε να φορή, ανυπόδητος δε εβάδιζεν επάνω εις τα κρύσταλλα ευκολώτερα παρά οι άλλοι που ήσαν υποδημένοι.

Και να τω ομιλήση μεν δεν ηδύνατο, διότι δεν ενόουν αλλήλους· με χειρονομίας όμως τω είπε να έλθη την ακόλουθον ημέραν εις το ίδιον μέρος φέρων και ένα άλλον ομού ώστε να γίνωσι δύο, και ότι θα φέρη και αυτή μίαν άλλην.