Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Μάταια ψάξανε όλο το παλάτι. Πουθενά δεν εβρεθήκανε. — Αλλοίμονο! είπε η βασίλισσα. Με τούτα τα μαργαριτάρια, κι' αν οι οχτροί πατήσουνε τη χώρα μας, πάλε μπορούμε να την ξαγοράσουμε. Κι' αν πάρωμε εμείς τον πόλεμο, με τέτοιο πλούτος τόσες κι' άλλες τόσες χώρες αγοράζομε. Κ' έκλαιγε μοναχή της και φοβότανε να πη το χάσιμό της. Σαν είδε κι' απόειδε ξεμολογήθηκε μια μέρα το χάσιμό της στο βασιλιά,

Κατέβα της λέω, τι κάνεις αυτού πάνου τόσες ώρες; Κι αυτή ανΤι να μ' ακούση, ανΤι να κατεβή, ανέβαινε στα πιο απάνου κλαριά, και μούλεγε πως της αρέσει έτσι σαν πουλί, πως θα ήθελε να βρίσκεται πάντα ψηλά, πως δεν μπορεί να περπατή στη γις, κι άλλες τέτοιες ανοησίες.

»Όταν χθες σε αποχωρίστηκα ευρισκόμενος σε κείνη την τρομερή επανάστασι όλης μου της ζωής, ενώ τόσες συγκινήσεις εκυρίευαν την καρδιά μου και αισθανόμουν τον εαυτό μου παγωμένο από φρίκη μπρος στην άχαρη και δίχως ελπίδα ύπαρξή μου κοντά σου . . . μόλις και μετά βίας μπόρεσα να φθάσω στο δωμάτιό μου. Εγονάτισα, έξω φρενών, και, ω Θεέ μου! μου έδωκες την τελευταίαν τέρψη των πιο πικρών δακρύων!

Έχει πολύ μεγάλα βατόμουρα βαθειά κάτωτην ρεματιά· ηύρα και μακρυά εις τον κάμπον κάτι ώριμα φραγκόσυκα σαν μεγάλα τριανταφυλλιά λουλούδια! Είνετο βουνό και μία αγριαπιδιά φορτωμένη με απιδάκια φθινοπωρινά! Και η ανεμώνες ύστερα από τόσες βροχαίς εφύτρωσαν παντού! Μόνο καλά να γίνης, παππού μου, χρειάζεται τώρα! Κάμε γρήγορα.

Εκεί που συλλογιούμουνα και γύρεβα, τόννοιωσα πια και φώναξα αμέσως· — «Δεν το διάβασαν το βιβλίο μουΔεν το διάβασαν και μιλούν. Κ' έτσι για όλα. Μιλούν και δε διαβάζουνε. Να διαβάζανε και να μιλούσαν κατόπι, δε θα κατάστρωνναν κάθε μέρα τόσες τρέλλες.

Τότες η Θέτη απάντησε στα δάκρια βουτημένη «Ήφαιστε, τάχα πια θεά, στον Έλυμπο όσες είναι, πιάπες μουτόσες συφορές να πέρασε και λύπες, 430 τόσο όσο εμένα διάλεξε να με πικράνει ο Δίας; Μονάχα εμένα πάντρεψε απ' τις νεράιδες μ' άντρα θνητόνε, κι' είχα εγώ θνητού να καταπίνω χάδια, κιάς φώναξα κιας τσίριξα.

Και θαρρώ αφτό το βλέπετ' όλοι, πως η δική μου τώρα η νια μισέβει σ' άλλα χέρια120 Μα τότε ο φτερουγόποδος τ' απάντησε Αχιλέας «Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, αχόρταγότερ' όλων, πώς άλλο να σου δώσουν θες πρεσβιό τα παληκάρια; Δεν ξέρω πουθενά πολύ αμοίραγό μας πράμα. Δοθήκανε όσα πήραμε πατώντας τόσες χώρες, 125 κι' είναι ντροπής απ' το λαό ξανά να μαζωχτούνε.

Όταν προ δυο βδομάδων ήρθα στο χωριό, ήμουν τόσο χαρούμενος, με τόσες ελπίδες ευτυχίας, και τώρα είχα την απελπισία στη ψυχή. Κη μελαγχολία μου φάνηκε στη μορφή μου. Ωχρίαζα κιαδυνάτιζα, ως έλεγεν η μητέρα μου, κιαυτό το μεταχειρίστηκε ως πρόφαση εναντίο του Βαγγελιού.

Χιλιάδες χώρες και λαοί χιλιάδες και χιλιάδες δουλεύουν τη σπαρμένη γη κι ο Ζευς τήνε ποτίζει· μα σαν αυτή την Αίγυπτο, που πλημμυρίζει ο Νείλος, κι ο Νείλος πλημμυρίζοντας το χώμα μαλακώνει, τόσο καλή και καρπερή καμμιά άλλη γη δεν είνε. Ούτ' έχει κι άλλος βασιλιάς τόσες δουλεύτρες χώρες, χιλιάδες αλογάριαστες, απάνω από τρακόσες, όπως ο μεγαλόπρεπος εκείνος Πτολεμαίος.

Τώρα θέλω να το πιστέψης και συ πως ο Σταύρος δε φταίει, όχι δε φταίει, δεν είναι δυνατό να φταίη. Κάτι μέσα μου νοιώθω που μου το λέει. Αννούλα μου αχ! Ναι, ο Σταύρος μας δε φταίει, δε φταίει. Τόσον καιρό σου τάκρυβ' αυτά, για να μη σε λυπήσω. Δεν ήθελα να ξέρης τίποτα. ΑΝΝΟΥΛΑ Και γώ τόσες μέρες τώρα για τον ίδιο λόγο δε σας έκαμα καμιά ερώτηση.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν