Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Αν πίσω από το παραπέτασμα δεν ιδήτε τότε ό,τι σας είπα, το κορμί μου να κάψετε, Άρχοντες!» Ο Αντρέ, ο Γκοντοΐν, και ο Ντενοαλέν, πιάστηκαν ποιος πρώτος θάχε τη χαρά να ιδή αυτό το θέαμα. Στο τέλος συνεφώνησαν υπέρ του Γκοντοΐν. Χωρίστηκαν. Την άλλη μέρα, την αυγή, ήθελαν πάλι συναντηθή. Την άλλη μέρα την αυγή, ωραίοι Άρχοντες, φυλαχθήτε τον Τριστάνο!
Αλλ' η δόξα και η φήμη του Ηρακλείου εξηπλώθη και πέρα των ορίων του κράτους του και του Περσικού κράτους. Πάσα η Ανατολή και η Δύσις μετά θαυμασμού ητένιζαν προς τον ήρωα βασιλέα. Έν έτος μετά την επιστροφήν του εις Κωνσταντινούπολιν, το 629, ήλθαν πρέσβεις του βασιλέως των εν Γαλλία Φράγκων Δαγοβέρτου να συγχαρούν τον Ηράκλειον. διά τας νίκας του και να ζητήσουν την φιλίαν του.
Εάν δε αυτός δεν ενθυμήται ένεκα της ασθενείας του τα τότε γενόμενα, αλλ' υμείς όλοι γνωρίζετε τι έπραττε κατά την ασθένειάν του, πως έπασχε και εις ποίαν κατάστασιν εγώ τον παρέλαβα, όταν οι άλλοι ιατροί είχον απελπισθή να τον κάμουν καλά, οι δε συγγενείς του τον απέφευγον και ούτε ετόλμων να τον πλησιάσουν, και εις τοιαύτην υγείαν τον επανέφερα, ώστε σήμερον να δύναται να διεξάγη δίκας και να συζητή περί των νόμων.
Ώστε που μετέπειτα έλαβα ένα από τα ψωμιά μου, και έφαγα και έπια και νερόν, και μετά ταύτα έζησα μερικές ημέρες· και όταν τα έσωσα, εστοχαζόμουν ότι τότε εξ ανάγκης έπρεπε να αποθάνω, και δεν εκαρτερούσα άλλο, παρά τον θάνατον· όταν ακούω και ανοίγουν το στόμιον του κοιμητηρίου, και εκατέβασαν ένα νεκρόν· έπειτα εκατέβασαν και την γυναίκα του ζωντανήν.
Αφού δε επί ικανήν ώραν έξυσε την κεφαλήν, «Βαπτίσατε», είπε, «την χήνα ταύτην εις ιχθύν και φάγετε αυτήν αφόβως. Ούτω έπραξεν ο καλός πατήρ μου ότε συλληφθείς υπό των ειδωλολατρών ηναγκάσθη επί απειλή θανάτου να φάγη ολόκληρον αρνίον την παραμονήν του Πάσχα. Άλλως δε τα τε οψάρια και τα πτηνά επλάσθησαν κατά την αυτήν ημέραν ώστε η σαρξ αυτών συγγενεύει».
Τι; ένας νέος θεριό σαν κι' αυτόν, θάφηνε το Σμυρνιό, μιαν πιθαμή άνθρωπο, να του πάρη την κοπελιά; Ούτω ο Μανώλης ήρχισε να σκέπτεται ότι το μόνον εμπόδιον εις τον πόθον του ήτο ο Γιαννάκος και το πείσμα του εστράφη κατ' αυτού, εντός ολίγου δε μετεβλήθη εις θανάσιμον μίσος.
Μα είμουνα εγώ που πήγα στη μονιά του γήταυρου και είδα τον παραδαρμό του θεριού, κι άκουσα το μούγγρισμά του, και δεν μπορώ ακόμα να ξεχάσω τους δρακόντους που το είχανε αδράξει από το λαιμό και το βασανίζανε. ΑΝΝΟΥΛΑ Γιαγιά μου, έμενα δε μου είπες αυτό το παραμύθι του γήταυρου. ΓΙΑΓΙΑ Αλήθεια, παιδί μου, αυτό τόλεγα πάντα στα παλιά τα χρόνια.
Του έρριξε μια ματιά πονετική, ένα χαμόγελο γεμάτο από συχώρεση κι άξαφνα σβύστηκε. — Και πάλι φεύγεις και πάλι! είπε ο Αριστόδημος· πνιγμένος στα δάκρυα. ς' Την αυγή σαν ξύπνησε ο αρχαιολόγος του κάστηκε πως ήταν δέκα χρόνια γεροντότερος. Δεν είχε δύναμη να σηκωθή από το κρεββάτι. Όχι δεν είχε δύναμη, αλλά και τόβρισκε όλως διόλου περιττό.
Του είπε να σηκωθή την νύκτα, ν' ακούση τας «Ώρας», να εξομολογηθή και να ετοιμασθή να μεταλάβη την επαύριον, τα Χριστούγεννα. Αλλ' έλα που είχε δώση τον λόγον του εις τον πάτερ- Γαλακτίωνα, τον οικονόμον της Μονής, να μεταφέρη τροφάς εις το αποκεκλεισμένον υπό των χιόνων Μετόχιον; Την τρικυμίαν, το γνωρίζομεν, πολλάκις, την περιεφρόνησεν, αλλά τον καλόν ναύλον ουδέποτε.
Αλλ' ούτος, ο οποίος συνείθισε να βλέπη τα πράγματα υπό την απλουστάτην αυτών μορφήν, ως φαίνονται εξωτερικώς, επίστευσεν εις την γαλήνην εκείνην και ηθέλησε να ωφεληθή της περιστάσεως· τόρα, ότε τον εύρεν εις την καλήν του, να λάβη και την συγχώρησιν. — Καϋμένε Μάρτη, είπε μ' επίπλαστον συμπάθειαν· σώκαμα ένα κακό σήμερα χωρίς να θέλω. Ο Μάρτης εμειδίασε πονηρώς. — Τι κακό; ηρώτησε με απορίαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν