United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο μάγειρος παστρεύοντάς τα τά έβαλεν εις το τηγάνι ωσάν τα πρώτα, και όταν τα εγύρισεν από το άλλο μέρος, ιδού ακούεται μία βροντή εις τον τοίχον, ανοίγει ο τοίχος και βγαίνει εκείνη η ίδια ωραιοτάτη κόρη παρομοίως στολισμένη, και με την βέργαν εις το χέρι της εκτύπησεν ένα με την βέργαν, και είπε τα ίδια λόγια που είπε πρωτύτερα, ομοίως και τα ψάρια απεκρίθησαν τα ίδια· έπειτα με την βέργαν της αναποδογύρισε το τηγάνι, και έπεσαν τα ψάρια εις την χόβολην και αυτή εγύρισεν εις τον ίδιον τόπον από όπου βγήκεν.

Το μεσημέρι είχα φτάσει στα τείχη απ' έξω από την Πόλη· ο πρώτος πύργος είναι μαρμαρένιος, και πλένει τα πόδια του γλυκά η θάλασσα. Καλοί είναι οι Τούρκοι που άφησαν και δεν εχάλασαν τα τείχη και τους πύργους. Και δούλεψε μόνη, όσο θέλησε, η πολυκαιρία. Πίσω, προς την Πόλη, είναι ο μεγάλος τοίχος με τους μεγάλους τετράγωνους πύργους, αραιά χτισμένους.

Μαύρος, θεοσκότεινος, επέταξεν από τον Τσικνιά ο χιονιάς με άγριες φωνές και φτεροκοπήματα κ' έκαμε το λιμάνι μαλλιάκουβάρια. Εκεί ν' ακούσης τη σαλαλοή και τον θρήνο. Σίδερα εβροντούσαν, ξύλα ετρίζανε, φωνές αντηχούσαν και αλυχτήματα. Έκανες εδώ· τοίχος έπεφτε κ' εγκρεμιζόταν. Άκουες εκεί· λεύκες έγερναν ξεριζωμένες.

Δόξα νάχη ο Θεός που δε βάσταξε πιώτερο! μουρμούριξε η μακαρίτισσα. Και κει που τόλεγε, ξανάρχεται μεγαλήτερο βοητό από τα βάθια της γης, κ' ύστερ από το βοητό μεγαλήτερο τράντασμα. Ακούγαμε τους τοίχους που κατρακυλούσαν από παντού. Τα χάσαμε, και δεν μπορούσαμε να σαλέψουμε από κοντά από τον τοίχο μας. Άξαφνα γκρεμιέται κι αυτός ο τοίχος, και κατρακυλιούνται αμέτρητες πέτρες τριγύρω μας.

Να, τούτο δω είναι του Παναγιώτη Νικουσίου, του διερμηνέως, τον ξέρετε; Μου έδειξαν ένα σπίτι εκεί πάνω στο λόφο του Φαναριού, και μου είπαν πως είναι πολύ παλιό. Θα είναι μόλις τριακοσίων χρόνων. Μη νομίσετε πως τα παλαιότερας βυζαντινά σπίτια ήταν έτσι. Ζούσαν κλεισμένες οι γυναίκες, χειρότερα από τις Τούρκισσες· ένα δυο παράθυρα μικρά, και όλο το άλλο τοίχος.. ..»

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Εδώ πώς ήλθες; λέγε μου· και διατί να έλθης; Ο τοίχος είναι υψηλός και δύσκολα πηδάται, και δι’ εσένα θάνατος αυτός ο κήπος είναι, αν σ' εύρη έξαφνα εδώ κανένας συγγενής μου. ΡΩΜΑΙΟΣ Με τα πτερά του Έρωτος επήδησα τον τοίχον. Με λίθινα εμπόδια δεν κλείεται ο Έρως, κι ό,τι του είναι δυνατόν τολμά και να το κάμη· κι ούτε μου ήλθεν εις τον νουν των συγγενών σου φόβος.

Ο γέρος έτρεμε από οργή, αλλά δεν άνοιγε το στόμα του∙ ο άλλος είχε ξαναπάρει τη θέση του και είπε λυπημένα ότι δεν ήξερε τίποτε, ότι δεν κουνήθηκε από τη θέση του, ότι ένοιωσε κάποιον να πέφτει επάνω του σαν τοίχος που καταρρέει. Τους σήκωσαν και τους απομάκρυναν. Ο κόσμος τους ακλούθησε σαν σε λιτανεία.

Ο Νίκος, γονατιστός επί της κλίνης, ανεσήκωσε με την μίαν χείρα το ύφασμα, φωτίζων διά της άλλης τα υπ' αυτό. Ο τοίχος ήτο ζωγραφισμένος.

Ήδη η πυρά ανέλαμψε θερμώς σελαγίζουσα εις απόστασιν. Προς τον βορράν ηγείρετο ο τοίχος της εκκλησίας, όπισθεν εγγύς τοίχος οικιών και εν τω στενώ διαδρόμω εστάθμευον οι ποιμένες. — Δε μπορέσαμε να μάθωμε για το καράβι, ήρχισε να ομιλή η μία πλαγιασμένη κάπα.

Τούτου γενομένου ο αράπης με άγριον βλέμμα κυττάζοντας τους παρεστώτας ανεχώρησε, και εμβήκεν εις τον ίδιον τοίχον, και έκλεισεν ο τοίχος ως και πρότερον.