Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Τι να τα κάνη τα πανιά που τα χέρια του δε θα μπορούσαν να τα σηκώσουν; Τι να τα κάνη τα κουπιά; Και τι το σπαθί; Όπως οι ναυτικοί, στα μεγάλα ταξίδια, ρίχνουν από το κατάστρωμα στη θάλασσα το πτώμα κάποιου παληού τους συντρόφου, έτσι και ο Γκορνεβάλης, με τρεμουλιαστά χέρια, έσπρωξε προς το πέλαγος τη βάρκα που ήτανε κατάκοιτος μέσα ο αγαπημένος του γυιός· και η θάλασσα τον επήρε και τον τράβηξε.
Πρώτη φορά αντιλαλούσανε στη γης τέτοιες παρηγορητικές διδαχές, τέτοια βαλσαμωτικά λόγια· πρώτη φορά γλυκοχάραζε στον ανθρώπινο νου η ιδέα της αγάπης, της ισότητας και της ουρανόσταλτης χαράς. Μόλις τάκουσε ο Παύλος τα θεϊκά εκείνα λόγια κι άρχισε μακρινά ταξίδια και πολυβάσανα. Δεν άφησε μήτε Συρία, μήτε Αραβία, μήτε Κύπρο και Μικρασία. Έστηνε Εκκλησίες και πήγαινε.
Ο ομήλικος φίλος μου, ο Νικολός, είχε μβαρκάρει το πρώτον προ τριών χρόνων, κατά Μάρτιον, αφήσας μισά τα μαθήματα του σχολείου, κ' ημάς τους συμμαθητάς του ορφανούς. Κατά παν φθινόπωρον ο Νικολός επανήρχετο σοφώτερος από τα ταξίδια.
Εκαλοπερνούσε ο Μαλάκιας, κόττα-πήττα, εφόρεσε πανωβράκια και Τουνέζικα φέσια δι' εξόδων του Γιαννιού, εκάπνιζεν αναριθμήτους ναργιλέδες έξω στα καφενεδάκια, ακόμα και στην βάρκα μέσα. Έπινε τσάια, έτρωγε κοττόπουλα. Και κάθ' εβδομάδα έκαμναν τρία ταξίδια, και στο γύρισμα επλησίαζαν εις διαφόρους γιαλούς, κ' έσκαφταν, έσκαφταν.
Ώστε, εάν ελάμβανον από τους Έλληνας το όνομα θεού τίνος, θα ενθυμούντο προ παντός άλλου το του Ποσειδώνος και το των Διοσκούρων· διότι και τότε εγίνοντο ταξίδια, και ήσαν Έλληνές τινες ναυτίλοι.
Ως κ' η άγια εκείνη η πέτρα στον τόπο της μένει. Και το χωριό; Και το σπίτι; Θα τα ξαναδούμε και κείνα, σαν αρχίσουμε τα παραμύθια μας, τα ταξίδια μας. Κάθε βράδυ τώρα κι εμπρός, αγνώριστε πατριώτη και κληρονόμε, θα την έχω την καλή σου τη συντροφιά. Θα ταξιδεύουμε κάθε βράδυ. Ταξίδια της φαντασίας ήσυχα και κρυφά. Θα βλέπουμε και θακούμε. Αχ, τι θα δούμε, και τι θακούσουμε! Μια ρωμιωσύνη αλάκερη!
Η αλήθεια είνε πως ο Λαλεμήτρος σκάλιζε και το περιβολάκι, πότιζε και τα δενδράκια, όπως έλεγε, έλεγε και τις ιστορίες του. Ήταν άξιος να κάνη κάθε δουλειά που βάζει ο νους του ανθρώπου, μα στις κουβέντες άλλος δεν τούβγαινε. Σαν άρχιζε μάλιστα τα ταξίδια και τις φουρτούνες του περνούσε και το Σεβάχ θαλασσινό. Η Ουρανίτσα βρήκε εκείνα πούθελε. — Αναποδογυρίζουν τα καράβια, Καπετάν Λαλεμήτρο;
Πέρασε από τ' Αρκάδι, πήρε πλάγι τον ουρανόγγιχτο Ψηλορείτη, διάβηκε του Ασώματου την κοιλάδα, κι ώσπου να φτάση στην Κρύα Βρύση, είταν τα χαρτιά του γεμάτα σημείωσες αρχαιολογικές, τοπογραφικές, ιστορικές, καθετίς πούβλεπε ή που άκουγε από χωρικούς κι από καλογέρους. Σκοπός του αυτό το ταξίδι να μαζέψη υλικό για βιβλία δεν είταν, αυτό το είχε καμωμένο σε ταξίδια προτητερινά.
Τριάντα χρόνια — μια ζωή — κυβέρνησε ο Καπετάν-Μοναχάκης την «Αθηνά». Ο Καπετάν-Μοναχάκης πάντα άξιος και καλόγνωμνος, η «Αθηνά» πάντα καλοθάλασση και προκομμένη. Ούτε αδέρφια, ούτε συγγενείς. Η «Αθηνά» και πάλε «Αθηνά». Πάντα ταξίδια, πάντα φουρτούνες. Τον Μοναχάκη δεν τον σήκωνε το λιμάνι Σαν καθότανε μια βδομάδα στο λιμάνι ο Μοναχάκης αρχίζανε να τον τρων τα νύχια του.
— Με το συμπάθειο, αφέντη μου Προεστέ, αντισκόβει ο Σφακιανός, κρίμα θα είνε να μην τα πούμε της ευγενείας του όλα καταπώς έγιναν. Θα πης του τα δηγήθηκα γω στα ταξίδια μας άκρες μέσες· μα τεριάζει, θαρρώ, πρι νάρθης στο μεταγύρισμά τους εκείνο, να πούμε τι δρόμο πήρε η δουλειά τω Σφακιών. — Και ποίος είτανε μαθές εκειδά να μας τα καλοπή. — Εγώ είμουν εκεί, αναπετιέται και φωνάζει ο Σφακιανός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν