Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Και λέγοντάς τα αυτά μεγαλόφωνα η φοβερόγλωσση η γειτόνισσα κράταγε τις χέρες της ακκουμπησμένες απάνω στους γόφους της, πούλεγες και το μαντίλι της έρριχνε να πιάση γερή λογομάχητα, και να τις αποστομώση μια και καλή και τις δυο, θεια κι ανιψιά.
Όταν είδα τους ανθρώπους του χωρίου και ιδίως τους γέροντας, τόσο δυσαρεστημένους, είπα γιατί το υποφέρατε; — Όταν το θέλη ο δήμαρχος, εδώ εις τον τόπον μας, είπαν, τι μπορούμε να κάμωμε; Αλλά για ένα πράγμα ευχαριστήθηκα· ο δήμαρχος και ο ιερεύς, ο οποίος δα και αυτός ήθελε να ωφεληθή από τας ιδιοτροπίας της γυναικός του, που βέβαια δα δεν του κάμνουν τις σούπες παχειές, εσκέφθηκαν να μοιράσουν μεταξύ των· τότε το έμαθαν οι έφοροι και είπαν αυτό δεν γίνεται! γιατί είχεν αξιώσεις παλαιές εις το μέρος του κτήματος του ιερέως, όπου ήσαν τα δένδρα, και αυτοί τα επούλησαν εις τον πλειοδοτήσαντα.
Ούτως, όταν καταστρέφωνται τα ζώα, καταστρέφεται και η γνώσις και η υγιεία, ήτις υπάρχει εις τα ζώα. 4. Όθεν και περί της ψυχής δύναταί τις να συμπεράνη εκ τούτων. Τω όντι, αν η ψυχή δεν υπάρχη φυσικώς εις το σώμα, αλλά όπως η επιστήμη είναι εν τη ψυχή, ούτω και η ψυχή υπάρχη εν τω σώματι, θα υπάρχη και άλλη φθορά αυτής, διάφορος από τον όλεθρον τον οποίον πάσχει, όταν το σώμα φθείρηται.
Πώς μια τόσο ωραία αιτία μπόρεσε να προκαλέση σε σας ένα τόσο αποτρόπαιο αποτέλεσμα; Ο Παγγλώσσης απάντησε ως εξής: — Ω αγαπημένε μου Αγαθούλη· έχεις γνωρίσει την Πακέττα, αυτή την νόστιμη ακόλουθο της σεβαστής μας βαρωνέσσας. Γεύτηκα στην αγκάλη της τις χαρές του παραδείσου, που μου φέραν αυτά τα δεινά της κόλασης, από τα οποία με βλέπετε φαγωμένον.
Στεκάμενος όμως από το θρόνο του ο Αθανάσιος, ήμερος κ' υπομονητικός καθώς πάντα, παρακινούσε τους πιστούς να συχάζουνε, ψέλνοντας ένα νικητήριο ψαλμό του Δαβίδ. Σπάνουν τέλος τις θύρες οι στρατιώτες, και πέφτουν τα βέλη μέσα βροχή. Ξάστραψαν τα σπαθιά κ' οι αρματωσιές από τα φώτα των πολυελαίων καθώς πρόβαλαν οι στρατιώτες και χυμίξανε μέσα.
Του επερνούσε του κανονιού τις μπάλες τις βαρύτατες στα πόδια, να μη μπορή να κινηθή, που και χωρίς το μπεδούκλωμα αφτό δε θάπαιρνε τα πόδια του, παραλυμένα από το αλύπητο τουμπάνισμα. Τον έσπρωχνε ύστερα να φάη τα μούτρα του μες το φριχτόν απόπατο, και τον εκλείδωνε μέσα εκεί ώρες ολόκληρες για τιμωρία.
Αμέ, για να πάη άνοιωθα κ' η ψυχή μας από την αγάπη στο μίσος, από το μίσος στην αγάπη, πόσες άλλες χρωματιές κι αποχρωματιές, πόσες θωριές κι αποθωριές δεν υπάρχουνε, που μήτε τις υποψιάζεται η γλώσσα; Τι είναι το μίσος και που αρχίζει; Άξαφνα, σε απλή, σε ήσυχη κουβέντα, μ' ένα φίλο, ή και με την κόρη που αγαπώ, φιλονικούμε για κανένα πράμα που το κάτω κάτω μπορεί να μας είναι αδιάφορο και στους δυο μας.
Εχωρίστηκεν έτσι σε δυο η γολέτα. Εδώ η Κόλαση· εκεί Παράδεισος. Εκείνη εθύμωσε. — Παλιόγερε! του εψιθύρισε πεισματικά· παλιόγερε! Με πήρες περιστέρι από τον κόρφο της μάνας μου και κοντέβεις να με κάμης κουρούνα με τις γρίνιες σου. Κ' ελύθηκε στα δάκρυα. Μα δεν εβάσταξε πολύ. Σε λίγω πάλι τα γέλοια και τα χάχανα. Σβούρα πάλι από άκρη σε άκρη στο κατάστρωμα.
Τα δένδρα κουνούσαν από μακρυά τις ψηλές κορφές τους και την χαιρετούσαν, τα λουλούδια της έστελναν χαιρετίσματα με τις πιο γλυκές μυρωδιές τους, και η λίμνη, που γιάλιζε σαν καθρέφτης κάτω απ' τον ωραίο ήλιο, την προσκαλούσε πάλι να λουσθή στα νερά της. Και η βασιλόπουλα έκλαιγε κι' όλο έκλαιγε.
Ένα βράδυ το γεμάτο φεγγάρι πρόβαλε από τον αντικρυνό λόφο. Υψώθηκε ανάμεσα απ' τις ψηλές λεύκες κ' ύστερα σταμάτησε καταμεσής τουρανού και καθρεφτιζότανε μες στα νερά της λίμνης. Τότε ο γέρο — φιλόσοφος ξεπρόβαλε απ' το ψηλό αψιδωτό παραθύρι. Το φως του φεγγαριού έπεσε πάνω στα λευκά του μαλλιά, στο πλατύ του μέτωπο, στα μακρυά χιονισμένα του γένεια και γλύστρησε ως την ψυχή του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν