United States or Comoros ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' όμως έτρεφεν αόριστον ελπίδα, ότι θα εύρισκεν ίσως ξενίαν εις καμμίαν μάνδραν ή καλύβην βοσκού, και τότε τα βότανα θα τα επρόσφερεν εις την σύζυγον του φιλοξενούντος ως μικρόν αντάλλαγμα. Το περισσότερον όμως, θα το έκαμνε διά να περάση η βαρεία ανία, ήτις εβασάνιζε την ψυχήν της.

Ο Περδίκης εξήλθε του οίκου, αλλά δεν κατηθύνθη εις του φίλου του Ξανθάκη, ως είπεν εκ του προχείρου προφασιζόμενος εις την σύζυγόν του. Ανήλθεν αλλόφρων και βραδυπατών την οδόν Σταδίου, διέδραμε την πλατείαν του Συντάγματος, κ' ευρέθη μετ' ολίγον υπό την δενδροστοιχίαν του κήπου των Ανακτόρων, κατευθύνων το βήμα του προς τα Άντρα.

Δος του ένα πεντάρι, και δος του και τα βιβλία του πίσω. Τον ευχαριστούμε, πες, πολύ, αλλά δεν έχομετο σπίτι βιβλιοθήκη να τα βάλωμε. — Η ώρα περνά, προσθέτει, στρεφόμενος προς την σύζυγόν του, κ' εγώ πρέπει να πάγω να φροντίσω διά την ομολογίαν μου. — Δεν έχεις τώρα καιρόν, παρατηρεί η κυρία. Το τραπέζι είνε στρωμένον. Άφησε· πηγαίνεις το απομεσήμερον.

Εκείνη τότε έτρεξε και απεκρύβη κάπου, τη φροντίδι της οικοκυράς, όταν δε ο σύζυγος ανεχώρησε, εξήλθε της κρύπτης, ενηγκαλίσθη με δάκρυα χαράς της καλήν γραίαν, μειδιώσαν πάντοτε, και αφού την ήμειψε γενναίως, διηυθύνθη, τρέχουσα σχεδόν, εις τον οίκον της όπου, ευτυχώς, δεν εύρε τον σύζυγον.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Λέγω, αν δεν συμφώναγε με σένα ο μάντις, του Λαΐου φονιάς δεν θα ’λεγε πως είναι ο Οιδίπους. ΚΡΕΩΝ Δεν ξέρω ο μάντις τι σου λέγει. Ωστόσο θέλω να μάθω, ως θες και συ από με να μάθης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Εξέταζε. Φονιά ποτέ δεν θενά μ’ εύρης. ΚΡΕΩΝ Πώς; μη δεν έχης σύζυγον την αδελφή μου; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Απ’ όσα λέγεις τίποτε δεν απαρνούμαι. ΚΡΕΩΝ Μαζί της δεν μερίζεσαι την εξουσίαν;

Αλλ' έως ου αποτελειώση το όνειρόν του ο Μιστόκλης, επήλθον εις την σύζυγόν του αι ωδίνες του τοκετού· και τότε ο πτωχός, αντί να φροντίση διά την αναχώρησίν του, μετέβη να καλέση την μαίαν. Δεν ηδύνατο πλέον ν' αναχωρήση εις Τήνον, αι δε εικόνες του έμειναν κεκλεισμένοι μέσα εις τας τρεις κασσίτσας.

Ήθελε να την κάμη όχι σύζυγον, αλλά παλλακίδα, αυτήν, θυγατέρα βασιλέως. Είχε πλήξει τους αθώους οφθαλμούς της εις το θέαμα των οργίων. Είχε λησμονήσει τι ήτο ο οίκος των Αούλων, ποία ήτο η Πομπωνία, η θετή μήτηρ της Λιγείας; Δεν είχεν εννοήσει ότι η αθώα εκείνη κόρη θα προετίμα τον θάνατον παρά την ατίμωσιν! Λοιπόν, όχι!

— Η ατιμία! ωλόλυξεν ο Θοδωράκης δεν ηξεύρεις τι λέγεις, . . . και κάμε μου την χάριν σε παρακαλώ . . . Είπε, και εβάδισεν απειλητικώς προς την Σοφίαν. Αλλ' η νεαρά γυνή, ωσεί μεταμορφωθείσα αίφνης, ωσεί στομωθείσα την ψυχήν διά των πικρών δακρύων άτινα έχυσαν τα όμματά της, ανέστη ορθία, και προσβλέπουσα τον σύζυγον αυτής ασκαρδαμυκτί, — Ναι! εφώνησεν, η ατιμία!

Το τελευταίον εφαίνετο πιθανώτερον, εις τους πάντοτε υπόπτους γείτονας, εν ώ έβλεπον την φιλαργυρίαν του δεκατιστού και γλισχρότητα. Η μακρυνή εκείνη συγγενής του, εις την οικίαν της οποίας κατώκει τώρα τόσα έτη, είχεν ωραίαν, ως είπομεν, ολοστρόγγυλην κόρην, την σεμνήν Ματώ με την μαύρην ελήτσα εις την αριστεράν παρειάν, την οποίαν υπεσχέθη, φαίνεται, ο κυρ- Δημάκης να λάβη σύζυγον.

Ήσαν βρεφικά ενδύματα, δανεισθέντα ως δείγμα διά τα εργόχειρα, εις τα οποία εσκόπευε ν' αφοσιωθή εφεξής. Και τα έβλεπεν η παππαδιά μετά πόθου, και τα παρετήρει μετά βραδύτητος εις την οποίαν υπεκρύπτετο άλλο αίσθημα ή η περί την επεξεργασίαν των προσοχή. Και διακόπτουσα την εξέτασιν των ενδυμάτων, έστρεφεν εν τω μεταξύ το βλέμμα και έβλεπε ρεμβάζουσα τον ησύχως κοιμώμενον σύζυγόν της.