Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Ο Αγαθούλης τα μαζεύει, τρέχει στον παιδαγωγό και του τα παρουσιάζει ταπεινά, δίνοντάς του να καταλάβη με σημεία, ότι οι βασιλικές τους υψηλότητες είχανε λησμονήσει το χρυσάφι τους και τα πολύτιμα πετράδια τους. Ο δάσκαλος του χωριού χαμογελώντας τα πέταξε χάμω, παρατήρησε μια στιγμή το πρόσωπο του Αγαθούλη με πολλήν απορία κ' εξακολούθησε το δρόμο του.
Ο καπετάν-Παρμάκης έλαβε την πήραν του, υπέστρωσε τράπεζαν και εκέλευσε τον αλιέα ν' αποκρεμάση από του ιστού την μεγάλην φλάσκαν, βαρείαν, στρογγύλην ως άρτον καλοψημένον. — Μια στιγμή, καπετάν-Παρμάκη, μια στιγμή! Διέκοψεν αίφνης ο κυρ- Δημάκης.
Τι υπέφερα προς χάριν σας, από τη στιγμή που μπήκα εις την αίθουσα! Το προέβλεπα, εκατοντάκις μου ήλθε να σας μιλήσω.
Οι κώδωνες της εκκλησίας εσήμαινον προς αυτόν ως να ήθελον να του σημάνουν με τους ήχους των: «καλώς ώρισες εις την πατρίδα σου!» Η καρδιά του έπαλλε δυνατώτερα, ωγκούτο τόσον, ώστε η Μπαμπέττα για μια στιγμή εξηφανίζετο καθ' ολοκληρίαν εκεί μέσα· τόσον μεγάλη εγίνετο η καρδιά του, τόσον εγέμιζε με αναμνήσεις.
ΚΛΕΟΝΤ Τίποτα! ΝΙΚΟΛΕΤΑ Άφησε με να σου μιλήσω. ΚΟΒΙΕΛ Είμαι κουφός. ΛΟΥΚΙΛΗ Κλεόντ! ΚΛΕΟΝΤ Όχι. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Κοβιέλ! ΚΟΒΙΕΛ Τίποτα! ΛΟΥΚΙΛΗ Στάσου. ΚΛΕΟΝΤ Παραμύθια! ΝΙΚΟΛΕΤΑ Άκουσέ με. ΚΟΒΙΕΛ Κολοκύθια! ΛΟΥΚΙΛΗ Μια στιγμή μόνο. ΚΛΕΟΝΤ Καθόλου. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Μα κάνε λίγη υπομονή. ΚΟΒΙΕΛ Ταραρά! ΛΟΥΚΙΛΗ Δυο λέξεις μόνο. ΚΛΕΟΝΤ Όχι, τέλειωσε πεια. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Μια λέξι. ΚΟΒΙΕΛ Πάει πεια, πάει.
Ο άρχοντας τον δέχτηκε και τον έβαλε στο τραπέζι, που είταν έτοιμο με διάφορα φαγητά. Τη στιγμή που άρχισαν να τρων, δύο υπηρέτες άρχισαν να κόφτουν ψωμί. Έκοψαν, έκοψαν, έκοψαν, κι' όλο έκοφταν.
Πηδούσε από το ένα πλευρό του δρόμου στο άλλο, μα δε μου ήρθε ούτε μια στιγμή στο νου πως μπορούσε να σπάση κάτι, ή ναναποδογυριστούμε. Ο αμαξάς είτανε λαμπρό παιδί και συλλογιζότανε το μικρό αγόρι μου, που είταν τόσο ωραίο και χαριτωμένο και δεν έπρεπε να πεθάνη. «Είναι ο πατέρας με το παιδί του», έλεγα δυνατά μόνος μου.
Την ίδια στιγμή εβούτηξ' ο παπάς το Σταυρό, κ' έψαλε «Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου», κ' ύστερα όλος ο λαός, παιδιά, άνδρες, γυναίκες, έπεσαν με τα μούτρα στην αγιαστούρα του παπά και μέσα στη λεκάνη, κ' έπαιρναν αγίασμα με τα φλασκιά τους, με τα τασσάκια τους, κ' έπιναν, κ' εξεφωνούσαν: «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι! ».
Μίαν πρωίαν ήτο μόνος και εν στιγμή διανοητικής προσηλώσεως εις τ' αντικείμενα εκείνα, όπου ήσαν η αφορμή ευδαιμονίας συγχρόνως και μαρτυρίου, ωσάν ν' απεκοιμήθη και ωσάν να ηνοίχθησαν προ των εκπλήκτων ομμάτων του ορίζοντες νέοι, μαγικοί, εις αυτόν άγνωστοι έως τότε.
Κατέβηκε, ξεφόρτωσε, έδεσε τ' άλογό του στο κατώγι, ανέβηκε τη σκάλα και μπήκε στο δωμάτιο, όπου ηύρε τη φωτιά να καίγη γλυκά-γλυκά, το τραπέζι φορτωμένο από φαγητά, και τη μάννα και το παιδί να κοιμούνται σφιχταγκαλιασμένοι.... Ο ξένος έγεινε αλλοιώτικος και στη στιγμή μια μεγάλη δίστομη μαχαίρα άστραψε στο δεξί του χέρι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν