Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Αλλά θα είδες πλησίον εις το αναβρυτήριον ένα κοιλαράν, φαλακρόν και ημίγυμνον, από τα γένεια του οποίου ολίγαι τρίχες φαίνονται ως να τας σηκώνη ο αέρας• αι φλέβες του φουσκώνουν και είνε καθ' όλα φυσικόν ομοίωμα ανθρώπου. Αυτόν εννοώ, φαίνεται δε ότι είνε ο Κορίνθιος στρατηγός Πέλιχος.

Όστις δε θελήση να δοκιμάση το σταφύλι το οποίον εσχάτως ήρχισαν να το ονομάζουν γενναίον και τα γενναία σύκα, εάν μεν δρέπη από τα ιδικά του, ας τα απολαμβάνη όπως θέλει και όταν θέλη, εάν όμως από κτήματα άλλου χωρίς να τον πείση συμφώνως με τον νόμον ότι δεν πρέπει να σηκώνη ό,τι δεν ετοποθέτησε, ας τιμωρήται.

Τα μεν λοιπόν πολλά βάρβαρα έθνη, και όσα γένη Ελλήνων υπήρχον τότε, καθένα χωριστά, η σειρά της ομιλίας ωσάν να σηκώνη όποιον εύρη εμπρός της εδώ και εκεί, θα τα κάμη γνωστά. Το γένος όμως των τότε Αθηναίων και των εχθρών των, με τους οποίους επολέμησαν, είναι ανάγκη κατ' αρχάς ως πρώτα να τ' αναφέρωμεν και την στρατιωτικήν δύναμιν του ενός και του άλλου μέρους και το είδος της κυβερνήσεώς των.

Και μάλιστα η οικοδέσποινα της οικίας να σηκώνεται από κάποιαν υπηρέτριαν και όχι αυτή πρώτη να σηκώνη τας άλλας, είναι εντροπή να το λέγη εις τον εαυτόν του ο δούλος και η δούλη και ο υπηρέτης και αν είναι δυνατόν και ολόκληρος η οικία.

Και στα βάθη του αυτό το κύμα έκρυβε τη δύναμη και την αρρώστια-κ' η αρρώστια λαχταρούσε τη δύναμη, την κοιμισμένη. . . Και το κύμα έπεφτε από πάνω από της Βεργινίας το αδυνατισμένο κορμί και φιλούσε της Λιόλιας, που κοιτότανε στο πάτωμα, το γλυκό παρθενικό κεφάλι. . . Όλη τη νύχτα τα μάτια της Βεργινίας ασπρίζανε μες στο σκοτάδι που χύθηκε βαρύ και βουερό σαν απόσβησε το καντήλι, ορθάνοιχτα.. κ’ έκαναν τον ίδιο δρόμο πούκαναν όλη την ημέρα: απ’ το μέρος του Νίκου κατά το μέρος της Λιόλιας-χωρίς να βλέπουν. . .ως που ξημέρωσε Και περνούσαν οι μέρες. . . Όταν ο Νίκος τη ρωτούσε τώρα τη Βεργινία πως ήτον και της μιλούσε με τόση γλύκα, με τόσα πολλά λόγια-αυτός που άλλη φορά σε μιαν εβδομάδα μέσα δεν εύρισκε τόσες λέξεις να της πη-και με μιαν ηχερή φωνή που σα νάτρεμε κρουσταλλένια κάτι χαρούμενο μέσα της, και μονάχος του της έδινε να παίρνη τα γιατρικά της και της μετρούσε τις στάλες σα να τις χαιρόταν κι αυτές ακόμα, και της έκοβε τη μπριζόλα και της βαστούσε το πιάτο της σούπας της με το χτυπητό αυγό, για να μη σηκώνη πολύ το χέρι της και κουράζεται,-η Βεργινία κυττούσε μονάχα τα μάτια του.

Ανάδοναν ανασασμοί βιαστικοί, στενόχωροι· χνώτα βρώμικα και ίδρωτες μούχλιοι, ξυνισμένοι από το βαρύ της εργατιάς ημεροκάματo· ανάδονε ποδαρίλα από μακρυπερπάτητους δρόμους, ξυνίλα από μεγάλη κούραση, που να σηκώνη τη μύτη και στο μυαλό να σε χτυπά.

Κ' έπειτα ; — Δεν ξέρω· εψιθύρισε με παραπονεμένη ειλικρίνεια· θαρρώ πως χάνω άδικα τους κόπους μου. Ήταν έξυπνος άνθρωπος ο Αριστόδημος. Τύχαινε καμιά φορά να σηκώνη το παραπέτασμα και να βλέπη με αθόλωτο μάτι τον κόσμο. Και τον έβλεπε όλως διόλου αντίθετον απ' ό,τι τον είχαν ζωγραφίση η πρόληψη κ' η παράδοση της γενιάς του.

Και όταν έβλεπα καράβι να σηκώνη την άγκυρα, να βγαίνη από τον λιμένα και ν' αρμενίζη στ' ανοιχτά· όταν άκουα τις παρακινητικές φωνές των ναυτών που εγύριζαν τον αργάτη και τα κατευοδώματα των γυναικών, η ψυχή μου επέτα μελαγχολικό πουλάκι απάνω του.

ΕΡΜ. Μάλιστα, διότι δεν γνωρίζω πώς κατορθώνει να τα σηκώνη υψηλότερα από το μέτωπον. Μπα! κλαίεις, κάθαρμα, και φοβείσαι τον θάνατον; Έλα, έλα, πήγαινε μέσα. ΜΕΝ. Κάτι τι ακόμη το βαρύτερον απ' όλα κρύπτει υπό την μασχάλην του. ΕΡΜ. Τι, ω Μένιππε; ΜΕΝ. Την κολακείαν, ω Ερμή, η οποία πολύ του εχρησίμευσε εις την ζωήν.

Τώρα υπερηφανεύεται και νομίζει ότι είνε κάτι σπουδαίον, διότι κατορθώνει να σηκώνη ένα ταύρον και οι θεαταί τον θαυμάζουν διά τούτο. Τι να υποθέσωμεν; Φαντάζεται άρά γε ότι θ' αποθάνη μίαν ημέραν; ΕΡΜ. Πού να λογαριάζη θάνατον αυτός με την ζωήν και την δύναμιν που έχει! ΧΑΡ. Άφησ' τον και έχομε να γελάσωμεν όταν θα ταξειδεύη μαζή μας και όχι πλέον ταύρον, αλλ' ουδέ κουνούπι θα δύναται να σηκώση.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν