United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Γιώργης το Μπονακάκι, ψάλτης, όστις είχεν υπάγει αφ' εσπέρας, μ' επληροφόρησεν ότι ο πάτερ Γεράσιμος είχεν υποσχεθή να σηκωθή μετά μίαν ώραν, και ν' αρχίση τον όρθρον. Καλά. Σημείωσις ότι το παλαιόν μονύδριον της Κεχριάς ήτο προσκολλημένον ως μετόχι εις το πάλαι ποτέ σεβάσμιον κοινόβιον του Ευαγγελισμού, κ' εκείθεν είχεν έλθει διά να τελειώση την πανήγυριν ο παππα-Γεράσιμος.

Έτσι όλοι αφού μαζέφτηκαν οι παινεμένοι Αργίτες, τότες σηκώθη ο ξακουστός γιος του Πηλέα κι' είπε 55 «Τ' Ατρέα γιε, τι βγάλαμε με τους θυμούς μας τάχακι' εσύ κι' εγώόταν πιάσαμε καρδολυσσάχτρα αμάχη να! για μια τσούπα, και το νου μας τύφλωσε το πάθος; Κάλια ας την είχε η Άρτεμη θερίσει στο καράβι τη μέρα όταν την πήρα εγώ πατώντας το καστρί της! 60 Τότε έτσι από κοντάρια οχτρών τόσοι Αχαιοί και τόσοι μ' αίμας τη γης δε θάβαφαν, σα μ' έπιασε το πείσμα.

Τάχα γιατί και κείνος, λέει, είναι ξένος στην Πόλη, γιατί δεν τολμά, γιατί βλέπει πως ακούμε τη Λέλα, γι' αφτό θα πάη να της γράψη; Η Λέλα θα τον προστατέψη; Η Λέλα θα σηκωθή να πη του πατέρα πως θέλει η αφεντιά του να πάρη την Ελένη: Ή εμένα τάχα η Λέλα να μου μιλήση; Και που το φαντάστηκε πως μπορεί η Λέλα να μου μιλήση; Παραμύθια! παραμύθια!

Του είπε να σηκωθή την νύκτα, ν' ακούση τας «Ώρας», να εξομολογηθή και να ετοιμασθή να μεταλάβη την επαύριον, τα Χριστούγεννα. Αλλ' έλα που είχε δώση τον λόγον του εις τον πάτερ- Γαλακτίωνα, τον οικονόμον της Μονής, να μεταφέρη τροφάς εις το αποκεκλεισμένον υπό των χιόνων Μετόχιον; Την τρικυμίαν, το γνωρίζομεν, πολλάκις, την περιεφρόνησεν, αλλά τον καλόν ναύλον ουδέποτε.

Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Πώς να μη σου κάνη τον καλό και να μη σε περιποιήται αφού διαρκώς τον δανείζεις χρήματα; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Και δεν είνε τιμή για μένα να δανείζω χρήματα σ' έναν άνθρωπο της τάξεώς του; Και τι λιγώτερο μπορώ να κάνω σ' έναν ευγενή, που με λέει αγαπητό του φίλο; Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Και αυτός ο ευγενής τι κάνει για σένα; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Πράγματα που θα σηκωθή ο νους σου όταν τα μάθης.

Μετά μίαν ώραν, αφού είχε σηκωθή από το πικραμμένον δείπνον της η καπετάνισσα, πριν σηκωθή να κάμη την προσευχήν της, διά να πλαγιάση, αίφνης της λέγει: — Τι έλεγες, Φλωρού, για την γρηά-Γκότσαινα, την μάγισσα;

Αυτά 'πε και άμ' εκάθισε• και ο Μέντοραςεκείνους σηκώθη, 'που 'χε σύντροφον ο άψεγος Οδυσσέας, 225 και φεύγονταςτα χέρια του το σπίτι του είχε αφήσει, να πείθενταιτον γέροντα, και να τηρή τα πάντα• εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε•

Κ' έκαμε να σηκωθή, πιάνοντας με το δεξί χέρι της τη μέση και με τ' άλλο ακουμπώντας στο κοτρώνι που κάθονταν. Μα δεν την άφηκα, για ναρθή στα ύπατά της καλλίτερα.

Αλλά μόλις κίνησε για κάτω, είδε την άρρωστη να σηκωθή. Κιόπως ήτο ψιλόλιγνη και μαυροφορεμένη πάνω στον άσπρο βράχο, παρουσίαζε το πένθιμο σχήμα κυπαρισιού. Ο Δρακογιώργης σταμάτησε πάλι· κη άρρωστη φάνηκε σαν νάστρεφε το βλέμμα της στο γύρω θέαμα των αγαπημένω της μερώ. Έπειτα έκαμε μια χερονομία μεγάλη προς το χωριό, σα ναποχαιρετούσε.

Κι' άμα στη μέση τάβαλαν της συντυχιάς, σηκώθη τ' Ατρέα ο γιός· και πάει κοντά ο κράχτης του ο Ταρθύβης, 250 κράχτης με θεϊκιά φωνή, βαστώντας το γουρούνι.