United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στη θάλασσα, είχε για καλά σηκωθή ο άνεμος και χτυπούσε δυνατά τα πανιά. Το καράβι έφτασε γρήγωρα στη στεριά. Η Ιζόλδη η Ξανθή βγήκε όξω. Άκουσε μεγάλους θρήνους στους δρόμους. Άκουσε να χτυπούν η καμπάνες λυπητερά στης εκκλησιές και στα μοναστήρια. Ρωτάει τους περαστικούς γιατί η πένθιμες καμπάνες, γιατί οι θρήνοι. Ένας γέρος της λέει: «Αρχόντισσα, μεγάλο κακό μας ηύρε.

Αλλά σεις, σαν πιστοί μου άρχοντες του Λοοννουά που είσθε, μου οφείλετε την συμβουλήν σας: Αν λοιπόν κανείς σας θέλη να μου συμβουλέψη άλλη, απόφασι καλλίτερη, ας σηκωθή κι' ας μιλήση!». Αλλά όλοι οι βαρώνοι τον παίνεψαν με δάκρυα στα μάτια, και ο Τριστάνος, παίρνοντας μαζύ του μόνον τον Γκορνεβάλη, έφυγε για τη χώρα του Βασιληά Μάρκου.

Μίαν νύκτα εβγάζοντάς την από το μαγαζί εκλείσθηκα μέσα, παίρνοντας μερικήν ζωοτροφίαν και μερικά δηνάρια που μου ευρίσκοντο· έγγιξα τον τροχόν που έκανε να σηκωθή η μηχανική κασσέλα, και ύστερα εγγίζοντας άλλον ένα τροχόν, εξεμάκρυνα από το Σουράτ και από τους χρεοφελέτας μου, χωρίς να τους φοβηθώ πλέον· έκαμα να πηγαίνη η κασσέλα όλην την νύκτα με μίαν ταχύτητα που μου εφαίνονταν να απερνούσε την οξύτητα των ανέμων.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Όταν αγέρας σηκωθή ξερός, και μέσα τους χωθή, τότε σαν φούσκα της φυσά, όπου με βια της σπάει κι' απ' την πυκνότητα βαρύς έξω ευθύς πηδάει, και τούτο γίνετ' αφορμή, απ' τη μεγάλη την ορμή κι' από τον κρότο τον δικό του, να καίη αυτός τον εαυτό του. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ω, μα τον Δία! να γιατί στων Διασίων τη γιορτή το ίδιο πράμα έπαθα χωρίς να το νοήσω.

Το πράγμα δε απίθανον διόλου δεν μ' εφάνη, διότι τας δυνάμεις του ο τύραννος συνάζει. Καιρός να βοηθήσετε! Μία 'ματιά σας μόνη, κι' όλ' η Σκωτία παρευθύς θα σηκωθήτα όπλα! ακόμη κ' αι γυναίκες μας θα οπλισθούν κ' εκείναι να λυτρωθούν απ' τα δεινά κι' από τα βάσανά των! ΜΑΛΚΟΛΜ Παρηγορήσου κ' ήλθαμεν! Μας έδωκ' η Αγγλία δέκα χιλιάδες στράτευμα και τον καλόν Σιβάρδον.

Αλλά κιαπό την αυλή ήρθε της μάνας μου η κατάρα: — Στη ψυχή σου να το βρης το μεγάλο κακό που μούκαμες! Το Βαγγελιό ήτο σε μεγάλη εξασθένηση· μετά δε την παραπάνω σκηνή έπεσε σε τέτοια κρίση, ώστε φάνηκε πως έφτασε το τέλος της. Αρκετές μέρες δε μπόρεσε να σηκωθή από το κρεβάτι.

Τότε τον έπαιρνε ο μπαμπάς στον ώμο και τον έφερνε όξω στο δάσος και ποτέ άλλη φορά το βλέμμα του Σβεν δεν είχε δείξει τόση ευγνωμοσύνη και ποτέ άλλη φορά το μικρό, απαλό του χέρι δεν είτανε τρυφερότερο. Έπειτα παραπονιότανε πως τον πονούσε το κεφάλι και δεν ήθελε να σηκωθή το πρωί κ' έλεγε πως είταν κουρασμένος.