United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο Σαϊτονικολής μειδιών έσκυψε και την έκαμε κατακκόκινη με μίαν φράσιν: — Από 'δα ήρχισες να τονε πονής; Έπειτα είπε μεγαλοφώνως, ώστε ν' ακούση και ο Μανώλης: — Ας είνε, για ένα χατήρι ακριβό θα βάλω αργάτη. Ας πλερώσω και πέντε ριάλια μαγάρι.

Και το είπε με τοιούτον πείσμα εις την φωνήν, ως να του είχαν απαγορεύσει οι γονείς του την επάνοδον εις το χωριό. Ο Σαϊτονικολής αντήλλαξε με την γυναίκα του βλέμμα εκπλήξεως και χαράς. — Να κάτσης, παιδί μου, όσο θέλεις, είπεν η μητέρα του. Και πάντα να θέλης να μείνης, καλλίτερα· μεγάλη μας χαρά. Κεμείς αυτό θέμε, κανακάρη μου.

Μετά δύο ημέρας, περί την δύσιν του ηλίου, ο Σαϊτονικολής επέστρεψε μετά του Μανώλη από τα λειβάδια. Και οι δύο εκράτουν επ' ώμου σκαπάνην ο δε Σαϊτονικολής, δεικνύων προς το υιόν του τα εκατέρωθεν της οδού λιόφυτα και περιβόλια, του έλεγεν εις ποίους ανήκον και ποίαν αξίαν είχον.

Ο Σαϊτονικολής όμως εφοβήθη ότι συνέβη τίποτε κακόν, ότι ζωοκλέπται ίσως επέδραμον εις την μάνδραν, και τον ηρώτησε με ανησυχίαν πως ήτονε κεκατέβηκε. — Ήρθα να σαςε 'δώ, απήντησεν απλώς ο Μανώλης. Αλλ' αφού εκάθησεν εις την σκοτεινοτέραν γωνίαν του σπιτιού, ως συνήθιζεν, είπε κάτι τι καταπληκτικόν: — Θα κάτσω κεγώ στο χωριό δυο τρεις μέρες. Όλο στα βουνά θα ζω, σαν αγρίμι;

Και που δεν επολέμησε; Ως και στο Μωρηά επήγε μάλλους Κρητικούς. — Και τουλόγουσου, σιορ Γιωργάκη, επολέμησες τότε; τον ηρώτησε με λεπτόν μειδίαμα ο Σαϊτονικολής. — Ήκαμα κεγώ ό,τι 'πόρουνα, απήντησε μετριοφρόνως ο Μπαρμπαρέζος. Απατός σου δε με θυμάσαι γιατ' ήσουνε μιτσός ακόμη, μα δε ρωτάς τον Καπετάνιο;

Ο Σαϊτονικολής ηγάπα να την πειράζη, και, αν την συνήντα εις τον δρόμον, θάλεγε του Μανώλη να της φιλήση το χέρι, ως σεβασμίας τάχα γραίας, διότι φοβερά επειράζετο όταν έβλεπεν αμφισβητουμένην την άλλως λίαν αμφισβητήσιμον νεότητά της.

Εμείς δε σε θέλαμε να γενής βοσκός, μοναχός σου γείνηκες, είπε και ο Σαϊτονικολής. Κιά θες εσύ ένα νάσαι κοντά μας, εμείς το θέμε χίλια, παιδί μου. Η οικογένεια ολόκληρος εώρτασε την εσπέραν εκείνην.

Ας γενή μια λογόστεσι κιας περάση ύστερα κένας χρόνος και δυο, ώστε να γενή ο γάμος. — Άφησε και κατέχω 'γώ πως θα διάξω, είπεν ο Σαϊτονικολής, ως να του ήλθεν αιφνιδία έμπνευσις. Εκινήθη δε να εξέλθη, αλλ' η Ρηγινιώ τον εσταμάτησε. — Αλήθεια, εξέχασα να σου πω ένα πράμμα. Διηγήθη δε ότι, προ δύο ημερών, ενώ έπλυνεν εις τον ποταμόν, η χήρα η Ζερβούδαινα της έρριξε παραπετρές για το Μανώλη.

Άμα τον έβλεπεν ο Μανώλης, έφευγεν ως αγρίμι και εκραύγαζε κλαίων: — Δε θέλω γράμματα! Δε θέλω! Εφοβέριζε δε ότι, αν ο πατέρας του επέμενε, θα έπεφτε να σκοτωθή εις την παρακειμένην χαράδραν. Και είχε τόσην ειλικρίνειαν εις την φωνήν και τόσην αποφασιστικότητα εις το βλέμμα, ώστε ο Σαϊτονικολής εφοβήθη ότι, αν επεχείρει να μεταχειρισθή βίαν, θα εξετέλει την απειλήν του.

Ο Σαϊτονικολής του υπεσχέθη ότι δεν θα του έλεγε πλέον τίποτε περί δαιμόνων· του ωρκίσθη μάλιστα εις τα κόκκαλα του σκύλου, με τα οποία, χάριν ευφημισμού, είχεν αντικαταστήσει εις τους όρκους του τα «κόκαλα του κυρού του».