United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' η Καλλιώ έμενεν ακλόνητος εις την ιδέαν της και έλεγεν ως ο Σαϊτονικολής: — Κατέχει ο μπουρμάς είντά 'ν' ο χουρμάς; Έπειτα βυθιζομένη εις σκέψεις ανεστέναζε.

Έπειτα ο Σαϊτονικολής, όστις δεν ηδυνήθη να μη γελάση όταν είδε την σύζυγόν του εγειρομένην επιπόνως, μορφάζουσαν και κρατούσαν έτι την λαβήν του θραυσθέντος δοχείου, επλησίασε προς την μεσόθυραν κεφώναξε προς τον Μανώλην: — Εδαιμονίστηκες, μωρέ; — Με τση δαιμόνους που κάθεσαι και του λες!... είπεν η σύζυγός του.

Τον δρόμον διέκοπτε, μεταξύ δύο θορυβωδών νερομύλων, υψηλόν μυλαύλακον, του οποίου τους τοίχους εκάλυπτον βρύα και θάμνοι, μεταξύ των οποίων το νερόν κατέρρεε με κελαρυσμόν απειρόφωνον. Ο Σαϊτονικολής, ακολουθούμενος υπό τον υιoύ του, διήλθε τρέχων υπό την βροχήν της αψίδος του μυλαυλάκου.

Το κακόν μόνον ήτο ότι ο Μανώλης με την απειρίαν και την υπερβολικήν του ζέσιν εφαίνετο ότι θα παρεσύρετο πέραν του δέοντος εις της νεότητος την τρέλλαν. Εις αυτήν την αμηχανίαν ευρίσκετο ο Σαϊτονικολής, ότε η Ζερβούδαινα του ανήγγειλε με όλα της γλώσσης τα τραγικά επιφωνήματα το επεισόδιον της στάμνας.

Να μαφήσης θες; είπεν ο Μανώλης υποκρινόμενος θυμόν και δυσφορίαν διά να μη γελάση. — Όι, να το πης χωρίς να γελάσης! επανέλαβεν ο Σαϊτονικολής. Τότε πλέον ο Μανώλης δεν ηδυνήθη να κρατηθή, αλλ' αμέσως πάλιν έτρεψε τον γέλωτά του εις αγανάκτησιν. — Αγαπητική που δε μαφίνουνε να τήνε δώ, είντα τήνε θέλω;

Πόσες βολές θέλεις να σου το πω πως δεν τήνε θέλω την Πηγή και χρουσή να μου τήνε κάμουνε; Εγώ τη Ζερβουδοπούλα θέλω και τη Ζερβουδοπούλα θα πάρω. Ο Σαϊτονικολής έμεινε κατάπληκτος, διότι δεν επερίμενε τόσην αυθάδειαν. — Για ξαναπέ το, μωρέ, ξαναπέτο αυτονά πούπες! είπεν ημιανεγερθείς και τρέμων εξ οργής συγκρατουμένης. — Το λέω και το ξαναλέω. Εγώ τη Ζερβουδοπούλα ...

Ιδών αυτήν ο Σαϊτονικόλής, μεταξύ άλλων γυναικών, την εχαιρέτησε φαιδρώς μακρόθεν και την ηρώτησε τι ήθελε στην ξένη γειτονιά, διότι το σπίτι της ήτο στην άκρη του χωριού. Και τι μαθαίνει από τη θυγατέρα της το Μαρούλι, που ήτο στη χώρα. Να μη τύχη και την κρατήσουν εκεί μέσα. Δόξα σοι ο Θεός το χωριό είχε γαμπρούς καλλίτερους κιαπό τη χώρα. Και διά νεύματος έδειξε τον Μανώλην, υπομειδιών.

Ο Σαϊτονικολής τον παρετήρησεν άναυδος επί τινας στιγμάς, μεθ' ό του είπεν αυστηρώς: — Είντα λόγια 'νε, μωρέ, αυτανά που λες; Εξανακούστηκε να λέη το παιδί στον κύρη του πως θέλει παντριγιά γιατί δεν βαστά μπλειο; Και έπειτα εξαφθείς: — Να χαθής από μπρος μου, γάιδαρε, να μη σε θωρώ! του είπεν. Εγώχα στο νου μου να σε παντρέψω την ερχομένη Λαμπρή, μα 'δα, μούδε την ερχομένη, μούδε την αποπάνω.

Ο Σαϊτονικολής επληροφόρησε χαμηλοφώνως τον υιόν του ότι το τζαμί ήτον άλλοτε ναός του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, τον οποίον, όπως και πολλάς άλλας εκκλησίας, κατέλαβον διά της βίας οι Τούρκοι, όταν εκυρίευσαν την Κρήτην.

Ο Σαϊτονικολής παρηκολούθει την διήγησιν της συζύγου του με σημεία αδημονίας, αλλά και η Ρηγινιώ προλαμβάνουσα την άρνησίν του έσπευσε να είπη ότι απλώς του ανέφερε την ομιλία που γίνηκε, για να ξέρη ... .και διότι επί τέλους η μητρική της φιλαυτία εκολακεύετο υπό της ιδέας ότι ο υιός της ήτο περιζήτητος.