United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΝΕΑΝΙΑΣ Στο Δία τον Σωτήρα, κορίτσι μου γλυκύτατο, κάμε μ' αυτήν τη χάρι, και γλύτωσέ με απ' αυτό το γέρικο κουφάρι, κ' εγώ, για τούτο το καλό, θα σου προσφέρω πάλι σε μια ολόκληρη βραδειά χάρι παχειά, μεγάλη! Β'ΓΡΑΥΣ Μωρή εσύ•! που τον τραβάς αυτόν από τον δρόμο, και παραβαίνεις φανερά τον ψηφισμένο νόμο, ενώ είνε γραμμένα προτήτεραεμένα να ρθεί και να πλακώση;

Εφαίνοντο δε ότι ηρώτων πότε ο ένας και πότε ο άλλος τον Ιππίαν διά ζητήματα της φυσικής και διά μερικά αστρονομικά ζητήματα, εκείνος δε εις τον θρόνον καθήμενος έλυε το ζήτημα καθενός από αυτούς και έδιδεν εκτεταμένας αποκρίσεις εις τας ερωτήσεις των· διέκρινα δ' επίσης μέσα και τον Τάνταλον, δηλαδή είχεν έλθει λοιπόν και ο Πρόδικος από την Κέαν· ήτο δε μέσα εις έν μικρόν δωμάτιον, το οποίον προτήτερα μετεχειρίζετο ως αποθήκην ο Ιππόνικος, τώρα δε ο Καλλίας ένεκα του πλήθους των διατριβόντων εκεί, αφ' ου άδειασε και αυτό, το έκαμε κατοικίαν διά τους ξένους.

Διότι, εάν η ψυχή υπάρχη και προτήτερα, είναι απαραίτητον αυτή μεταβαίνουσα εις την ζωήν και γεννωμένη να μη γεννάται από πουθενά αλλού παρά εκ του θανάτου και εκ του ότι έχει αποθάνει, πώς δεν είναι απαραίτητον αυτή να υπάρχη και αφ' ού ήθελεν αποθάνει, επειδή πρέπει βεβαίως αυτή να γεννηθή εκ νέου; Έχει λοιπόν αποδειχθή εκείνο, το οποίον και τώρα λέγετε.

Ήθελα να είχα γραμένη προτήτερα την ιστορία αυτή του μικρού αδερφού, για να μπορούσε να τη δη εκείνη φύλλο με φύλλο. Εκείνη που γνώριζε καλήτερα τη σύντομη ιστορία της ζωής του, καλήτερα από με, καλήτερα από κάθε άλλον.

Αι ψυχαί λοιπόν, Σιμμία, υπήρχον και προτήτερα, είπεν ο Σωκράτης, προτού να υπάρξουν με μορφήν ανθρώπου χωριστά από τα σώματα, και είχον γνώσιν. Εκτός λοιπόν, ω Σώκρατες, είπεν ο Σιμμίας, εάν λαμβάνωμεν αυτάς τας γνώσεις εν ώ γεννώμεθα· διότι μόνον αυτός ο καιρός μας απομένει. Έστω, φίλε μου, είπεν ο Σωκράτης.

Ο κάπηλος τον ήκουε σείων την κεφαλήν, λέγων ότι αυτά τα είξευρε προτήτερα απ' εκείνον. Αλλ' είνε μεγάλη διαφορά να είνε τις αγωγιάτης απλώς ή ξωμερίτης, όπως αυτοί οι δύο, από του να έχη μαγαζί.

Ο Κομποδήμος ιδών κενόν το παρατεθέν ταψίον με ολίγην παγωμένην ακόμη σάλτσα, τώρα συνήλθεν από της μέθης, ξεζαλισθείς ολίγον. — Το πήρε η οργή, κολλήγα, ανεφώνησεν. Θα μας το άρπαξαν οι γάτοι· γιατί, όταν επήγα προτήτερα να το φέρω, δεν με άφησες; τους είδα κ' εφύλατταν απόξω καραούλι, ο ένας από 'δω και ο άλλος από 'κεί από την πόρτα. — Μήπως άφησες ανοικτή την πόρτα, κολλήγα;

Τι λοιπόν λέγετε, είπεν ο Σωκράτης, δι' εκείνον τον λόγον, εις τον οποίον είπομεν ότι η μάθησις είναι ξαναενθύμησις, και ότι, αν τούτο είναι έτσι, χρεωστούμεν να παραδεχθώμεν ότι η ψυχή μας ευρίσκετο προτήτερα εις κάποιον άλλο μέρος, προτού δεσμευθή μέσα εις το σώμα;

Γιατ' είναι, λέγει, Τούρκος, κ' οι Τούρκοι δεν πληρόνουν, για ευχέλαιο. — Τούρκος είπες; εφώναξε τότε, και ήλθεν ολίγο στην θωριά της. — Σαν είναι ΤούρκοςΔόξα σοι ο Θεός! Είχα μια φοβέρα μήπως ήταν το Γεωργί μας! — Κρίμα που δεν σου το είπα προτήτερα, μητέρα, να μη χαλάσης του κόσμου τα χωράφια και να κάμης τα πόδια μου κόσκινο μέσ' στ' αγκάθια.

Η μάγισσα! . . . Και θα πήγαινε να την κόψη με το κλέφτικο γιαταγάνι του, εσκέπτετο· αλλά δύο ημέρας προτήτερα την είχε κόψει ο θάνατος, ένας πολύ κακός θάνατος, μαγίσσης θάνατος. Και μετά μικράν έκθαμβον σιγήν εψιθύρισε: Θάνατος αμαρτωλών πονηρός! Και εφίλησε την επιστολήν του υιού του σταυροκοπούμενος.