United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχεν ακούσει προσέτι και το &Άξιόν εστιν& εις την γλώσσαν εκείνην: «Ντόστονο εστ γιακοβώ, ιστίνο μπλαζίτιτια Μπογορόδιτς...» Εις την Σαλονίκην πάλιν είχεν εκμελετήσει τα ήθη των Εβραίων, και διηγείτο πώς ένα χωριατόπουλο, πρώτην φοράν ελθόν, και ιδόν Εβραίον με μακρά ρούχα και γένεια, τον εξέλαβεν ως παπάν, κ' έσπευσε να βάλη μετάνοιαις· τότε πλήθος Ιουδαίων ελθόντες ενέπαιζον την ακακίαν του παιδίου, απαιτούντες όλοι την ιδίαν χριστιανικήν υπόκλισιν, και λέγοντες: «Κάμε και τούτο το παπά, μετάνοια, κουζούμ· κάμε και τ' άλλο το παπά μετάνοια... » Εις την Σμύρνην πάλιν είχεν ακούσει τόσες περιπαθείς πατινάδες εις τον Φραγκομαχαλάν, και είχεν απολαύσει εις την Αγίαν Φωτεινήν την ψαλμωδίαν του «Νικολάου Σμύρνης».

Αλλά μόλις έδυ ο ήλιος, και το άπληστον πλήθος ήρχισε να ζητή την βοήθειάν Του. Ολόκληρος η πόλις συνέρρευσεν εις τα πρόθυρα της ταπεινής οικίας, φέροντες μεθ' εαυτών τους αρρώστους των. Οποία παράδοξος σκηνή!

Η σοφία της ημετέρας ηρωίδος έλαμπεν εις το πυκνόν εκείνο σκότος ως φάρος εν τη ομίχλη νεφελώδους νυκτός. Πλήθος ακροατών, πολλάκις δε και αυτός ο Πάπας Λέων, συνέρρεον εις το μοναστήριον του Αγ.

Σχετικώς προς όλα ταύτα τα στρατεύματα τα ελθόντα έξωθεν, οι Σικελιώται έδωκαν το όλον αριθμόν πολύ ανώτερον ένεκα του μεγέθους των πόλεων των, διότι συνήθροισαν πολλούς στρατιώτας, πλοία, ίππους και άπειρον πλήθος.

Προχθές διέβαινε μία δηλιγιαννική διαδήλωσις· και κάποιος, αποσπασθείς από το πλήθος, επλησίασεν εις το πεζοδρόμιον και μου έρριψεν, ως πιστολιάν, μίαν βραχνήν κραυγήν: — Κορδόναρος! Κορδονάραρος! Και τους δεκατρείς! Εδυσκολεύθηκα ν' αναγνωρίσω τον μαχητήν του Βελεστίνου υπό τους μώλωπας, τους οποίους είχεν εις το πρόσωπον. — Τι μούτρα είν' αυτά. μωρέ; Ποιος σ' έκαμ' έτσι; — Μην τα ρωτάς!

Αλλ' αύτη εσίγα. Το πλήθος κατείχετο υπό μεγίστης περιεργείας. Ουδείς ηδύνατο να προΐδη ότι ήθελεν αποσιωπήσει η Αϊμά τα συμβάντα. Εν τω μεταξύ η Εφταλουτρού, χωρίς μηδείς να την παρατηρήση, είχε λάβει την ράβδον της υπό μάλης, είχεν οξύνει το βήμα της και έφυγεν ηρέμα, κλίνουσα με την ετέραν των πλευρών προς την γην. Τούτο συνέβη από της πρώτης στιγμής καθ' ην ενεφανίσθη ο Μάχτος.

Όταν όμως εκινδύνευε το πλοίον και ευρίσκετο μεταξύ των υφάλων και ωθείτο προς τους βράχους υπό της τρικυμίας υπέσχετο να μας προσφέρη ολοκλήρους εκατόμβας. Ταύτα σκεπτόμενος έφθασα μέχρι της Ποικίλης Στoάς, όπου βλέπω μέγα πλήθος ανθρώπων συνηθροισμένων• και άλλοι μεν ήσαν εντός της στoάς, πολλοί δε έξω.

Και δεν είτανε μονάχα η Ευρωπαϊκή μας η μεριά που έπαθε από βαρβάρους παρά κ' η Ασιατική, και μάλιστα στον ίδιο χρόνο μέσα . Πλήθος Ούννοι από τις γειτονιές της Κασπίας κατέβηκαν ως τη Μεσοποταμία και φέρανε ρήμαξη και σφαγή στα μέρη εκείνα.

Από τους βραχίονάς της, τους πόδας, τα ενδύματά της ανέθρωσκον σπινθήρες αόρατοι οι οποίοι επυρπόλουν τους άνδρας. Μία άρπα αντήχει. Το πλήθος την ανευφήμει. Χωρίς να κάμψει τα γόνατά της χωρίζουσα τας κνήμας της, έκυψε με τόσην τέχνην ώστε η σιαγών της έψευσε το δάπεδον.

Τότε κόπωσις και ανάγκη μοναξίας και ύπνου φαίνεται ότι κατέλαβε τον Κύριον, ήτις ίσως επεταχύνθη εκ της προσπαθείας της μητρός Του και των οικείων Του να έλθωσι προς Αυτόν, μη δυνηθέντες να πλησιάσωσιν εκ του συνωθισμού του πλήθους. Ο Κύριος επί μάλλον ησθάνθη τότε την ανάγκην της μονώσεως. Αφού απέπεμψε το πλήθος, οι μαθηταί τον επεβίβασαν «ως είχεν» εις το πλοίον.