Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Σεπτεμβρίου 2025
Έλεγεν ο πλοίαρχος προς τον έφηβον υιόν του, εν σιγή θεωρούντα την απροσδόκητον εκείνην οπτασίαν του χρυσού και φωτός και αφρού, άτινα μυστηριωδώς στερεοποιούμενα μετεμορφούντο εις την μυθοπλαστουμένην Πόλιν, την Πόλιν των αγαθών και του πλούτου, την Πόλιν της αναπαύσεως του κεκμηκότος ναύτου, εις τα δροσερά κύματα της οποίας γλυκαινόμενον το πλοίον, επαναλαμβάνει τον προς την Μαύρην θάλασσαν πικρόν πλουν.
Η Πηγή επροσπάθει να κρύψη την οδύνην της και να φανή φαιδρά, όπως εις το παρελθόν. Αλλά το μειδίαμά της τώρα ήτο πικρόν και εις την πικρίαν του ο Σαϊτονικολής διέκρινε τον πόνον της ζηλοτυπίας, ήτις είχεν αρχίση να κατατρώγη την αθώαν εκείνην καρδίαν.
Η θερμότης λοιπόν αυξάνει το τρεφόμενον και επεξεργάζεται την τροφήν, έλκει το ελαφρόν μέρος αυτής και εγκαταλείπει το αλμυρόν και το πικρόν , διότι είναι βαρέα. 12.
— Δεν δύναμαι να σου προσφέρω ειμή μίαν εκδούλευσιν, γενναίε Πλαύτιε, είπε με πικρόν μειδίαμα· να μη δείξω ποτέ εις τον Καίσαρα, ότι η καρδία μου συμπαθεί εις τον πόνον σου. Δεν τον συνεβούλευσε να υπάγη προς τον Τιγελλίνον, τον Βατίνιον και τον Βιτέλλιον, εμπίστους του Νέρωνος, οίτινες ίσως διά να βλάψουν τον Πετρώνιον, του οποίου υπέσκαπτον την επιρροήν, κάτι θα κατώρθωναν.
Τα δε είδη των χυμών, καθώς και τα των χρωμάτων, εν μέρει μεν είναι τα απλά εναντία, το γλυκύ και το πικρόν, εν μέρει δε τα τούτων επακόλουθα εκείνου μεν το λιπαρόν, τούτου δε το αλμυρόν, μεταξύ δε τούτων υπάρχουσι το δριμύ και το αυστηρόν και το στρυφνόν και το οξύ.
Είπε και 'ς τον Αντίνοον πικρόν ίσιασε βέλος· εκείνος τότε δίχερον εσήκονε ποτήρι ολόχρυσο και το 'σφιγγε 'ς τα χέρια, να ρουφήση 10 κρασί, και φόνου μες τον νου δεν είχε φαντασία· και ποίος θα φαντάζονταν, 'ς την μέσην των συνδείπνων, απ' έναν μόνον, εις πολλούς ανάμεσ', αν και ανδρείον, φαρμακωμένον θάνατον, μαύρην να λάβη μοίραν; 'ς τον λαιμό τον σημάδευσε κ' επίτυχ' ο Οδυσσέας· 15 τ' απαλό σνίχι πέρασε και αντίκρυ βγήκε η λόγχη· έγυρε αυτός και του 'πεσεν από το χέρ' η κούπα, και απ' τα ρουθούνι' ανάβρυσεν αίματος ανθρωπίνου κρουνιά χοντρή· κ' έσπρωξε αυτός την τράπεζα μακράν του με τα δυο πόδια, κ' έχυσε τα φαγητά 'ς το χώμα, 20 και τα ψημένα κρέατα και ο σίτος μολυνθήκαν. άμα τον άνδρ' είδαν νεκρόν, με τρόμο σηκωθήκαν απ' τα θρονιά και αλάλαξαν 'ς τα δώματα οι μνηστήρες, και με τα μάτια πανταχού τους τοίχους εξετάζαν, αλλ' ουδ' ασπίδα ευρίσκονταν ουδέ βαρύ κοντάρι. 25 και χολωμένοι ωνείδισαν βαρειά τον Οδυσσέα· «Ω ξένε, κακά σκέφθηκες να σημαδεύης άνδραις· ύστερος είναι αγώνας σου· μη να σωθής ελπίσης· άνδρα συ τώρα εφόνευσες 'που ο πρώτος ήταν νέος εις την Ιθάκην· όθε δω γύπες εσέ θα φάγουν». 30
Ο καλός Φλώρος βλέπων της φίλης του την ωχρότητα και την ανησυχίαν εζήτει παντοιοτρόπως να κρατήση αυτήν, ικετεύων μετά δακρύων ν' αναβάλη την λιτανείαν. Αλλ' αφού άπαξ εδέχθη το πικρόν ποτήριον, έπρεπεν η Ιωάννα να καταπίη αυτό μέχρι πυθμένος. Άλλως δε αδύνατον πλέον ήτο να οπισθοδρομήση.
Ετούτο λέγοντας εγύρισε σκεπασμένη να εύρη τον βασιλέα, και δεν αποκοτούσε διά να καθήση πλέον κοντά του. Κάθησε, κυρά, της λέγει αυτός, σ' εμένα πρέπει θα σταθώ ορθός εις την επιφάνειάν σου. Η Κυρά εδόθη εις ένα πικρόν κλαύσιμον, και πέφτοντας εις τους πόδας του τού εζητούσε συμπάθειαν αν έσφαλε μη γνωρίζοντάς τον.
Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας· 320 «Και αν ιερογνώστης ήσουν συ 'ς την μέση των μνηστήρων, συχνά θα παρακάλεσες, θαρρώ, 'ς τα μέγαρά μου, της ποθητής μου επιστροφής η ώρα να μη φθάση, και απ' την γλυκειά γυναίκα μου συ τέκνα ν' αποκτήσης· όθεν τον πικρόν θάνατον δεν θα ξεφύγης τώρα». 325
Αλλά είναι αδύνατον να λαμβάνη συγχρόνως εναντίας κινήσεις το αυτό πράγμα καθ' ο ον αδιαίρετον και εις χρόνον αδιαίρετον. Διότι, εάν το γλυκύ κινή την αίσθησιν ή την νόησιν κατά τούτον τον τρόπον, το πικρόν τας κινεί κατ' εναντίον και το λευκόν κατ' άλλον διάφορον τρόπον. Περί της αρχής λοιπόν, καθ' ην λέγομεν ότι το ζώον είναι αισθητικόν, αρκούσιν οι ρηθέντες προσδιορισμοί .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν