United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι ήταν εκείνοι μπροστά στους Μορφόπουλους τον καιρό που έκαμε καταδώθε ο παππούς σου; Καν τίποτα· τ' όνομά τους καλάκαλά δεν ήξεραν. Πήρε ο παππούς τη γη τους με το φύσημα. Τώρα με ξένη βοήθεια πήρανε πάλε το δικό τους· και ριχτήκανε στη δουλειά με τα μούτρα. Να· αυτός ο Θεομίσητος κύτταξε αφέντη πως δουλεύει. Περβόλι τόκαμε το μετόχι του.

Και επάνω εις τον γειτονικόν του Γκρίντελβαλντ παγώνα ευρέθη· αυτό όμως είναι λυπηρά ιστορία· εκεί ηύρε η μητέρα του τον θάνατον, εκεί έγινεν άφαντος η παιδική του Ρούντυ χαρά, το έλεγε ο παππούς. «Όταν το παιδί δεν ήτο ακόμη ενός έτους περισσότερον &εγέλα παρά έκλαιε»&, είχε γράψει η μητέρα τουτον παππού.

Τότε ο παππούς μου δεν του είπε τίποτε, μα εκατάλαβε πως την είχε ρουφήξει το μάτι της λίμνης, και την είχε ξεράσει ο αφαλός της θάλασσας . . . Ο νουνός του παππού μου πάλι, ο γερω- Κωσταντής ο Κούμαρης, ηύρε μια μέρα ένα στραβόξυλο παληό, μαύρο, θαλασσοποτισμένο, με της τρύπαις των καρφιών γεμάταις σκουριά, που το είχε βγάλει η λίμνη στα ρηχά, βουλιαμμένο όσο που το σκέπαζε το κύμα.

Αλλά από τον καιρόν που είχε επικαθίσει μέσα εις την χαράδραν του Παγώνος, του είχε έλθει αλλοιώτικη αίσθησις. Ο παππούς σπανίως ωμίλει περί αυτού του πράγματος, αλλά ήτο γνωστόν ήδη εις όλο το βουνόν.

Ο παππούς, ο οποίος χονδρά μόνον καλάθια ήξευρε να πλέκει, απόρησε με την επιτηδειότητα της εγγονής του, όταν του έφερε να ίδη το πρώτον της αυτό έργον. Ένα βράδυ, αφού καληνύχτισε τον παππού της η Φωτεινή, τον ηρώτησε. Με αφήνεις αύριον το πρωί να 'πάγω με την Σπίθα μέσα εις την πόλιν;

Ο θείος του διαμένων πέραν του όρους, εις την κοιλάδα του Ροδανού ήθελε να παραλάβη το παιδίον πλησίον του διά να το διδάξη κάτι, διά να προκόψη καλύτερα. Αυτό το παρετήρησε και ο παππούς και του τον άφησε να τον αναθρέψη. Ο Ρούντυ απεχαιρέτησε· εκτός του παππού όμως ήσαν και άλλοι εκεί, που έπρεπε να τους αφήση υγείαν, και πρώτα πρώτα ο Αγιόλας, ο γηραιός σκύλος.

Ο Πηλέας, παππούς του παιδιού, σώζει τον μικρό, και ο Μενέλαος σκοτώνει με δόλο τον Νεοπτόλεμο. Μετάφραση, τον Γ. Τσοκόπουλου. Άλκηστης: Σύμφωνα με τον όρο που είχε θέσει ο θεός, ο Άδμητος θα γινόταν αθάνατος, αν κάποιος στενός συγγενής του δεχόταν να θυσιαστή γι αυτόν το σκοπό.

Διότι αυτός είναι αίτιος της υπάρξεως του τέκνου, η οποία φαίνεται το μέγιστον αγαθόν, και της ανατροφής και εκπαιδεύσεώς του. Και εις τους πάππους δε αποδίδονται αυτά. Δηλαδή εκ φύσεως είναι εξουσιαστής ο πατήρ των υιών, και οι πάπποι των εγγόνων, και ο βασιλεύς των υπηκόων. Είναι δε με υπεροχήν αυτά τα είδη της φιλίας και διά τούτο, τιμώνται οι γονείς.

Αλλ' όταν ο παππούς, εντελώς πλέον καλά και ζεστά ενδυμένος, εσύναξε με την βοήθειαν της εγγονής του το βαμβάκι από το χωράφι, είχεν έλθη πλέον και ο καιρός να επιστρέψη η Φωτεινή εις τους γονείς της· λυπημένος τώρα ο παππούς εκάθητο εις μίαν γωνίαν της καλύβης κ' εκαθάριζε μ' ένα ξύλινον τροχόν το βαμβάκι από τους κόκκους του.

Πρωί, μόλις είχε ξυπνήσει ο παππούς, η Φωτεινή επέστρεψεν από την πόλιν. — Σήκω, παππού, του εφώναξεν, έφερα τα υποδήματα! Ο παππούς δεν ήξευρε τι πρώτα να θαυμάση, τα ωραία και στερεά υποδήματα ή το πρόσωπον της εγγονής του, το οποίον έλαμπεν όλον από χαράν.