Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Η βάρκα, με το ανεπάντεχο ρυμούλκιο, πόδιζε ολοένα κατά το λιμάνι, δίχως κανένας θαλασσομάχος να βάζη με το νου του, μέσα στην πλατειά τη θάλασσα, από μακρυά κι' από σιμά, πως ένα ξόδι τούτη τη στιγμή έσχιζε, χωρίς παπάδες και ξεφτέρια, τα κύματα.
Η μικρά αύτη παιδίσκη, καθώς έμαθον, ολίγας ημέρας πριν, όταν απέθανεν έν αρχοντόπουλον της γειτονιάς, τόσον εθαύμασε, και τόσον εγοητεύθη από το θέαμα των λαμπρών εξαπτερύγων, των λαβάρων και θυμιατών, και των πολλών ιερέων με τας στολάς των και του πλήθους του λαού, ώστε εζήλευσε και με πόθον ανέκραξε: — Πότε θα πεθαίνω κ' εγώ, ν' αρθούν να με πάρουν οι παπάδες, σαν τον Παναγάκην!
Δεν έχουμε τίποτε να του ζητήσουμε, μας τάδωσε όλα, όσα μας χρειάζονται· τον ευχαριστούμε ακατάπαυτα. Ο Αγαθούλης είχε την περιέργεια να ιδή κανένα παπά· ρώτησε πού είναι. Ο αγαθός γέρος χαμογέλασε. — Φίλοι μου, είπε, είμαστε όλοι παπάδες. Ο βασιλιάς κι' όλοι οι αρχηγοί οικογενειών ψέλνουνε ύμνους ευχαριστήριους πανηγυρικά κάθε πρωί και πέντε έως εξ χιλιάδες μουσικοί τους συνοδεύουνε.
Σύρε, μητέρα μ', στο καλό και στην καλή την ώρα, κ' εμένα να με καρτεράς το Σάββατο το βράδυ, όταν σημαίνουν εκκλησιαίς και ψαίλνουνε παπάδες, τότες και συ, μανούλα μου, νάχης χαραίς μεγάλαις. Και τι χαραίς μεγάλαις, τω όντι, τι χαραίς δι' όλα τα παιδία!
Από τους άρρωστους ήτον ένας νέος τρελλός ή δαιμονιζόμενος, ως τον έλεγαν οι παπάδες. Στη λειτουργία τον ξάπλωναν μπρος στην ωραία πύλη· κιόταν έβγαζαν τάγια, ο παπάς τον πατούσε.
Οι χωριανοί ροβόλαγαν τον κατήφορο φορτωμένοι με τα θεόρατα μάρμαρα. Κατέβαιναν, κ' έτρεχαν κιόλας ποιος να πρωτοπεράση τον άλλονε, ποια να παραδιαβή την άλλη. Κ' έσκαγαν εκεί γέλοια και χαρούμενες φωνές. Μπροστά τα βιολιά πάντα κ' οι δημογέροντες κ' οι παπάδες, φορτωμένοι κι' αυτοί, και πίσω το πλήθος.
Ναι, ο Στεφανής· το μορφοπαίδι που την αγαπούσε την Αρετούλα, και πήγε να σκάση από το κακό του, κ' ήρθε, λέει, η Αγιά Μαρίνα στον ύπνο του και του είπε να γίνη καλόγερος, γιατί θα χρειαστή παπάδες ο τόπος με το θανατικό που μας έρχεται. Γαρουφ. Τρελλάθηκες, Κεριάκο! Κερ.
Άξαφνα ο κουρνιαχτός άνοιξε και πρόβαλαν τα παιδιά παιγνιδιάρικα· έπειτα φάνηκαν οι παπάδες με τα χρυσά τους άμφια, οι ψαλτάδες, ο δήμαρχος, οι προύχοντες και πίσω ο λαός. Ήταν όλοι ξεσκούφωτοι κ' έδειχναν μεγάλην ευλάβεια· νόμιζε κανείς πως όλοι τους ανατράφηκαν σε μοναστήρι. Πέντε παλληκάρια έφερναν στα χέρια τους μακρύστενη σανίδα, θαμπή, με πολλά σκαλίσματα.
Έμεινε και θα μείνη στον τόπο η ψευτιά, η ραθυμία, η βαγαποντιά! Να ο δήμαρχος, ο δικηγόρος, ίσως κ' οι παπάδες που στηθοδέρνονται και σταυροκοπούνται μπροστά στο παλιοσάνιδο. Και γιατί; Γιατί δεν έχουν το θάρρος ν' αντικρύσουν το ψέμμα, ν' ανοίξουν τα μάτια των τυφλών ναχαλάσουν το κέφι μερικών πεισματάρηδων. Να η μεγάλη μας αρρώστεια, να τηνε.
Μη φοβάσαι τίποτε, παπά μου· έχω ορισμόν απ' τον Αχμέτ Πασά. Αλλοιώς, θα θυμώση ο Πασάς μ' εμένα, και με σας τους παπάδες, πως δεν του έκαμα τον λόγον του. Την ώραν που έβγαιναν η Κουμπίνα κ' η Λελούδα από τον Άγιον Προκόπιον, όπου είχον ανάψει τα κανδήλια, είχε σουρουπώσει πλέον, και σκότος ήρχισε ν' απλώνεται εις όλην την κρημνάδα αυτήν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν