Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025


Μίαν ημέραν η χωριάτισσα, εκεί που εμάζωνε αυτά τα άνθη εκεντρώθη από μίαν οχιάν εις το χέρι, της οποίας το φαρμάκι την έκανε να αποθάνη εκείνην την ίδιαν ημέραν· και προτού να κλείση τα μάτια έκραξε τες θυγατέρες της, και τες είπε· βλέπω τον Άγγελον του θανάτου που πλησιάζει και πρέπει να αποθάνω· εκείνο που με κάνει να χαίρωμαι είναι, που δεν θέλει με ονειδίσει κανείς διά την ανατροφήν σας· και ευχαριστώ τον Ουρανόν, που σας αφίνω με καλά και τιμημένα ήθη· φυλάξετέ τα πάντα καθαρά καθώς σας εδίδαξα· και με όλην την επιμέλειαν παρατηρήσετε τα παραγγέλματα του προφήτου μας· ζήσετε τιμημένα με το πτωχόν σας εργόχειρον καθώς και έως τώρα ακολουθήσαμεν, και ελπίζω ότι ο ουρανός θέλει σας έχει την έγνοιαν· σας παραγγέλλω ακόμη να είστε πάντα ενωμένες χωρίς ποτέ να χωρισθήτε, αν είνε το δυνατόν, επειδή και η ευτυχία σας κρέμαται από την ένωσίν σας.

Κατόπιν, μετά μεσημβρίαν, ο ουρανός της Αττικής, ο απατεών, εξαστέρωσε κ' έγεινεν αρκετή κίνησις, ο δε σχηματισθείς βόρβορος συνετέλεσεν εις το να ανυψώση εις βακχικήν τελετήν, την γενομένην εκείνο το έτος παρέλασιν των Αθηναίων. — Δεν ξεύρω, τέλος πάντων, έλεγεν ο Μπάρμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος, ελθών την επαύριον να χαιρετίση την Αρφανούλαν, δεν ξεύρω ποίος πταίει, ο αδελφός σου ή η ατυχία του.

Αίφνης δε, ενώ ο ουρανός ήτο αίθριος και ήρεμος, συνεσωρεύθησαν νέφη, θύελλα εξερράγη και έπεσε βροχή ορμητικωτάτη ήτις έσβεσε την πυράν.

Και απ' ώρα σε ώρα επερίμενα, να ιδώ την καλόγνωμη σαύρα να φέρνη το νερό στο στόμα της για να σβύση την φωτιά, ο ουρανός να ψηλώση γαλανός, ο ήλιος παντοδύναμος να διώξη τους καπνούς, να φανή η γη πλουτοδότρα και χιλιόκαλλη, να λάμψη η θάλασσα ήμερη και γελαστή και τα πετούμενα επάνω στ' ανθισμένα κλαδιά να ψάλουν μυριόστομον ύμνο στον Δημιουργό, για την ταχτοποίησι των στοιχείων.

Γιατί τον αγάπησε κι' αυτή δεν ήξερε. Ίσως γιατί ο χειμωνιάτικος ήλιος ξυπνούσε μες στην καρδιά της μια παλιά, παγωμένη αγάπη. Ίσως γιατί την μεθούσαν με τη βαρειά τους μυρωδιά οι μικροί, γαλάζιοι μενεξέδες του περιβολιού. Ίσως γιατί μες στη φωτιά της γωνιάς τριζοβολούσαν παράξενα τα ξύλα, με μικρές μυστικές φωνές. Ίσως γιατί ήτανε συνεφιασμένος ο ουρανός κ' οι νύκτες ατέλειωτες.

Έτρεχαν κ' εκείνοι ζερβόδεξα, εκύταζαν ολόγυρά τους, κάτω στα νερά και απάνω στον αιθέρα, μήπως ξεβράσει κακό η θάλασσα και μήπως βρέξη χάλαρα ο ουρανός. Έτρεχαν κ' εφώναζαν κ' εσφύριζαν δαιμονισμένα: — Σταθήτε!... φυλαχθήτε!... μη και τρακάραμε!... — Μπου!... μπου!... Νταγκ!... νταγκνταγκ!... Φυσώ κ' εγώ τον κόχυλα και τινάζω το γλωσσίδι της καμπάνας ξετρελαμένος.

Αλλ' οπόταν έξαφνα εμπήκες εις τον χοντζερέ, εγώ βλέποντάς σε πως ήθελες να με φονεύσης, υπαντήθηκα από το λάβωμα του σπαθιού σου, και έφυγα από τα χέριά σου· μα ο ουρανός μην υποφέροντας πλέον τες ανομίες μου, ιδού που με έδωσεν εις τας χείρας σου.

Ο ουρανός ούτε εφαίνετο. Κύματα και σύννεφα έγιναν όλα έν. Και μόνον ο άγριος μυκηθμός του ανέμου ηκούετο συνεχής και αδιάπτωτος ως βοή εξατμιζομένων μηχανών, περιτυλίσσων αγρίως τας θρηνώδης κραυγάς των νησιωτών, οίτινες υπερανθρώπους προσπαθείας καταβάλλοντες ηγωνίζοντο να περισώσωσι τα πλοιάριά των θαλασσώσαντες μέχρι της οσφύος.

Εάν έως το μεσημέρι επεριπατούσε, χωρίς να σταθή πουθενά, μόλις τότε θα έφθανεν εις το βουνόν, το οποίον τώρα, εις το γλυκοχάραγμα της αυγής, διέκρινε πολύ μακρυά εμπρός της, εκεί όπου ο ουρανός εφωτίζετο μ' ένα γλυκύ τριανταφυλλένιο χρώμα.

Δεν υπάρχει μια μέρα σκοτεινιασμένη, συννεφιασμένη, με καταχνιά κ' υγρασία· ο ουρανός είναι πάντα καθαρότατα γαλανός, το αγέρι γλυκό και το χώμα παντού στεγνό και μπορείς να ξαπλωθής γυμνός επάνω σ' αυτό. Όλο το ποίημα αναδίνει κάποια λεπτότατη τέχνη και μόρφωση.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν