Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025


Ήτονε σχεδόν παιδί ακόμα, που δεν έδειχνε πως τάχε κλεισμένα τα δεκάξη, καθώς έλεγε η θεια, ένα κοριτσάκι με κοντό φουστανάκι, απαλό και στρουμπουλό σαν κάτι άσπρες γατίτσες που νομίζεις πως δεν έχουν κόκκαλα. Είχε μεταξένια καστανά μαλλάκια με λάμψεις χρυσές και χείλια κόκκινα και υγρά, μισανοιγμένα σαν ανθόφυλλα. Σαν κάποιο ξημέρωμα γλυκό ήτον απάνω της, αλάλητο.

Τότε ο Έφις πετάχτηκε επάνω, τον έπιασε από τους ώμους και του ψιθύρισε στο αυτί: «Κλέφτη!» Ο Τζατσίντο είχε την αίσθηση ότι τον άρπαξε ένα όρνιο∙ άνοιξε τα χέρια και το γράμμα έπεσε καταγής. Κεφάλαιο έβδομο Με το ξημέρωμα ο Έφις ξεκίνησε για το χωριό. Τα αηδόνια τραγουδούσαν και όλη η κοιλάδα είχε πάρει ένα χρυσαφί χρώμαένα γαλάζιο χρυσαφί από την αντανάκλαση του φωτεινού ουρανού.

τα πέτρινα πεζούλια της, πούχαν φυτρώσει χόρτα. 'Εκάθονταν μια λυγερή με το σταμνί 'ςτά χέρια. Αμίλητη κυττάζει Του Κόσμου το ξημέρωμα, δίχως ούτ' ένα γέλοιο Γλυκό 'ςτά κοραλλένια της τα χείλη να χαράζη. Λες κ' έτσι ατέλειωτο όνειρο τήνε κρατεί δεμένη .... Ο Ήλιος βγήκε 'ςτήν κορφή. Του Κόσμου είδε την άκρη, Και πήρε τον κατήφορο 'ςτά δέντρα αγάλια-αγάλια.

Εγώ και οι δύο συντρόφοι μου, που είμεθα εις μίαν καλαμωτήν ξεμακρύναντες μέσα εις την θάλασσαν, ελευθερώθημεν από τους πετροβολισμούς των κυκλώπων, εγίναμεν όμως το παίγνιον των κυμάτων της θαλάσσης όλην εκείνην την ημέραν, και την ερχομένην νύκτα επαλεύσαμεν με τα κύματα και με τους ανέμους· την δε αυγήν προς το ξημέρωμα μας κατήντησε το κύμα εις ένα νησί, και ελευθερώθημεν από τον θάνατον.

Ο Γερο-Μαθιός ο γραμματοκομιστής, κάθε φορά που έπιανε το βαπόρι στο νησί, περνούσε απόξω απ' το σπίτι με στίβα τα γράμματα. — Έχομε τίποτα, Μαθιό; ρωτούσε η Ουρανίτσα απ' το παράθυρο. Τον περίμεν' εκεί από το ξημέρωμα του Θεού κάθε Παρασκευή. — Τίποτα, μάτια μου. Άμποτε να είχατε να σας το φέρω τρέχοντας. Δεν έχει, παιδί μου.

Μα, μη το κρύβης από μένα. Τώρα που με κύτταξε, τα μάτια της ήταν υγρότατα και στην υγρότη τους μέσα ξάνοιξα σα μέσα σε καθαρή ανάβρα, πως είχαν βουρκώσει και τα δικά μου. Κι άλλη μια φορά τη ρώτησα πώς έκαμε κ' έπεσε στη λαγκαδιά εκεί κάτου. Κι αυτή μου είπε κοκκινισμένη στο πρόσωπο: — Μ' είχε συνεπάρει... κάποια συλλογή... η πρωινή νύστα,... το ξημέρωμα... ξέρω κ' εγώ... το τραγούδι σου...

Εισέρχονται ο ΚΕΝΤ και ο ΟΣΒΑΛΔΟΣ ΟΣΒ. Καλό ξημέρωμα, φίλε. Είσαι του σπιτιού άνθρωπος; ΚΕΝΤ Ναι. ΟΣΒ. Πού να βάλωμεν τ' άλογά μας; ΚΕΝΤ Εις την λάσπην. ΟΣΒ. Παρακαλώ, ειπέ μου, αν μ' αγαπάς. ΚΕΝΤ Δεν σε αγαπώ! ΟΣΒ. Τι τρόπος είναι αυτός; Δεν σε γνωρίζω, άνθρωπε! ΚΕΝΤ Σε γνωρίζω εγώ. ΟΣΒ. Ποίος είμαι λοιπόν;

Τρέχα, ζωντοχήρα μου, από την πισόπορτα. Ας φύγουμε και μεις από το παράθυρο. Α δεν είτανε Σαβάτο βράδυ και ξημέρωμα Κεριακή, θα σ' έπαιρνα να πάμε και σε κανένα φτωχικό νυχτέρι, να κρυφοκαθίσουμε σε μιαν κώχη, και να καμαρώσουμε όλη τη γειτονιά.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν