United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με αυτό και μάνα, και πατέρας, και ο Τυβάλτης, και εγώ, και ο Ρωμαίος κι’ όλοι, όλοι μου φαίνονται νεκροί, και όλοι σκοτωμένοι! Εξωρισμένος! Θάνατος η λέξις είναι τούτη! ω! Θάνατος αμέτρητος κι’ οπού δεν έχει άκρην! λόγια δεν έχει τον καϋμόν αυτόν να τον εκφράζουν.... — Πού είναι ο πατέρας μου; η μάνα μου πού είναι; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Εις του Τυβάλτη τον νεκρόν μοιρολογούν και κλαίουν.

Ένας έπαθε από ασφυξία φαίνεται, ένα μικρόνε εργάτη τον πατήσανε, τους άλλους τους σκοτώσανε τα δοκάρια τη στιγμή που γκρεμίστηκε η στέγη. Ποιος ξέρει αν μέσα στα χαλάσματα δεν είναι κι άλλοι νεκροί και πληγωμένοι! ΦΙΝΤΗΣ Ω! δυστυχία. Ω! κατάρα. ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Πρωτήτερα που σας έλεγα, κ. εργοστασιάρχη, πως τα καζάνια δε βαστούνε, πως θέλουν άλλαγμα, πως είναι παλιά, δε μ' ακούγατε.

Πολλάκις δε ομιλούσιν εκείνοι, οίτινες σφοδρώς λιποθυμούσι και φαίνονται ως νεκροί . Περί τούτων δε πάντων πρέπει να δοθή η αυτή εξήγησις. 4.

Το αμφιθέατρον, οι οδόντες των θηρίων, οι σταυροί, — όλα ήσαν προτιμότερα από τα φρικώδη εκείνα υπόγεια, τα όζοντα εκ των πτωμάτων. — Πόσοι είνε οι νεκροί σήμερον: ηρώτησε τον φύλακα των Λάκκων. — Δώδεκα και πλέον, απήντησεν ο επιστάτης της φυλακής, αλλ' από τώρα μέχρι πρωίας θα είναι περισσότεροι: ήδη μερικοί ψυχορραγούν εκεί κάτω παρά τους τοίχους.

Ο λαός ως μαινόμενος εζήτει χάριν και έκραζεν: «αρκεί το αίμα πλέον, αρκούν τόσοι νεκροί, τόσα βασανιστήρια». Φωναί πνιγόμεναι από λυγμούς εζήτησαν χάριν και διά τους δύο. Αίφνης ο Βινίκιος ανεπήδησεν από της έδρας του, υπερέβη τον φραγμόν του γύρου, ώρμησε προς την Λίγειαν και εκάλυψε διά της τηβέννου του το γυμνόν σώμα της μνηστής του.

Εορτάσιμόν τινα πρωίαν, καθ’ ην ο ουρανός του Βερολίνου θέλων, φαίνεται, να δικαιολογήση το κείμενον του Μωϋσέως, ήνοιγε τους καταρράκτας του, καταφυγών εις την έρημον βιβλιοθήκην και από αιθούσης εις άλλην περιφερών τα χασμήματα και την ανίαν μου, ευρέθην αίφνης εις την απέραντον στοάν, ένθα τα Θεολογικά του μεσαιώνος βιβλία, περιτυλιγμένα εις παχύ στρώμα λευκού κονιορτού, ως νεκροί εις τα σάβανά των, κοιμώνται βαθύν και ανενόχλητον ύπνον.

Έγερνε να βασιλέψη ο ήλιος και η θάλασσα κρασοκόκκιννη έδινε ζωηρήν εικόνα μιας ναυμαχίας, που χίλια πλεούμενα ανακάτωσαν τον βυθό της και μύριοι νεκροί έβαψαν με το αίμα τα νερά της.

Είνε αληθές ότι των Τούρκων οι νεκροί γίνονται την νύκτα ζωντανοί σκύλοι, αλλ' ίσως η μία των γυναικών του αράπη να ήτον εις το κρυφόν χριστιανή, και αν και εξεβαπτίσθη διά της μετά του απίστου κοινωνίας, δεν είχε κατορθώσει να γίνη εντελώς Τούρκισσα.

Οι νεκροί κ' οι ζωντανοί ανακατωμένοι σε τέτοιο αφύσικο συναπάντημα τρέχουν μες στην ιερή πόλη. Νέα θαύματα τους περιμένουν εκεί.

Μειδίαμα τότε εζωγραφίζετο εις τα σιωπηλά της χείλη, μειδίαμα ελαφρόν και γλυκύ, ως είναι γλυκύ το ηλιοβασίλευμα· οι οφθαλμοί της οι νεκροί εκείνοι και ακίνητοι, ως εξ υάλου ψεύτικοι, ανεζούσαν αίφνης κ' ελαμπύριζον κ' έπαιζον. Και τότε ενθυμείτο ότι υπάρχει, και ενθυμείτο ότι ζη.