United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πότετα κύματα μέσα μουσκεμμένος, και πότε ποδισμένος και αραγμένος σε καμμιάν ερημιάν, σαν τώρα. Θυμωμένος πάντοτε τα Χριστούγεννα, πότε με την βελόναν του, και πότε με την νιτσεράδαν του. Πού ν' αποκτήση αυτός ρημαδιακό, νάχη παραστιά, φωτιά, και γυναίκα.

Χαντακώθηκε όμως ο ίδιος, επειδή σκοτώθηκε στα 340, κι άφησε τον Κώστα μονάχο στη Δύση ως δέκα χρόνια, ωσότου δηλαδή θανατώθηκε κι αυτός, όχι όμως από τον Κωνστάντιο, παρ' από τον αξιωματικό το Μαγνέντιο, που ίδρωσε έπειτα ο Κωστάντιος να τον ξεκάμη, και μόλις στα 353 το κατάφερε, χάρη νάχη τους Αλαμανούς και τους Φράγκους που τονέ βοήθησαν, κι όχι δίχως ακριβή πλερωμή, επειδή Γης Μαδιάμ την έκαμαν κατόπιν τη Γαλατία.

Για νάχη κι αυτός συμπεθεριό με το Βασιλέα καθώς ο Στηλίχωνας είχε με τον Ονώριο, στοχάστηκε να δώση τη μοναχοκόρη του στον Αρκάδιο. Ένα σκαλοπάτι τότες, κι ανέβαινε κι ο ίδιος το θρόνο.

Ας μ' πήρε πέρσι μισή οκά παραπάν' 'ς το δέκατο, και πρόπερσι άλλη μια οκά και αντιπρόπερσι τρεις οκάδες. Ας μ' πήρε. Δε πειράζει. Ο Θεός πάλι μου τώδωσε φέτος με το παραπάνω. Δόξα νάχη ο Μεγαλοδύναμος. Και συνεμαζεύθη πάλιν η Φουλίτσα, ως γέρων κύκνος εντός του στήθους της και απέμεινεν ως απαισία γλαυξ πάλιν. Ήτο εκ φθόνου; Ποιος ξεύρει; — 'Στον φούρνο, απ' λες, τα λέγανε.

Ας βγούμε παρέξω, κατά τη θάλασσα, ας σταθούμε πάνω σ' αυτό ταραγμένο το βαποράκι που μαζεύει ταξιδιώτες για τα νησιά. Άφινε τους ταξιδιώτες κι ας μαζεύουνται. Ύστερα τους σεριανίζουμε αν προφτάξουμε. Κοίταξε τώρα ολόγυρά σου. Κοίταξε, κι αν μπορής μην απορέσης, πώς γίνεται νάχη τέτοια Κόλαση τόση μορφιά!

Τώρα, γυιε μου, εγώ να σου κάμω γρηά, είπε τυχαίως η Φραγκογιαννού. — Δεν έχουμε αλεύρι, θεια, είπε το μεγαλείτερον εκ των δύο κορασίων. — Καλά· να έλθη ο πατέρας, να φέρη αλεύρι, είπεν η Φραγκογιαννού προς το παιδίον, κ' εγώ να σου κάμω «γρηά»! Ησύχασε τώρα. Αλλά το αγόρι δεν τα ήκουεν αυτά. — Γρηά θέλω, και νάνε ζαρωμένη γρηά! Νάχη και πετμέζι!

Να σας πω το κάτω κάτω, δε με μέλει για τη γλώσσα που γράφει κανείς· φτάνει να βγη τίποτις από τα λόγια που θα με πη, φτάνει ο λόγος του ναξίζη και νάχη μέσα και δυο ιδέες, να με μάθη πράματα που δεν ξέρω. Κοιτάζω την ψυχή κι όχι μόνο τη φορεσιά, το νου κι όχι μόνο το τυπικό.

Θεοί μου! είνε πειό καλά, πολύ, πολύ καλήτερα. —Κέρασε άδολο κρασί! και ευφροσύνη θάχης τη νύχτα που θα ψάχης για να διαλέξης ό,τι βρης οσμή γλυκειά να χύνη. — Αλλά τι νάχη γίνη, γυναίκες, ο αφέντης μου, που έχει την κυρά μου; ΧΟΡΟΣ Ώ, θα τον εύρης εύκολα• περίμεν' αυτού χάμου. ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΣ Μάλιστα• να τος! τώβαλε κ' εκείνος για το γλέντι. — Ώ τρισευτυχισμένε μου, μακάριε μου αφέντη! ΒΛΕΠΥΡΟΣ Εγώ;

Θα πης, γιατί δεν πήγε, κι ας είταν και φαμελίτης; Ίσια ίσια γιατί δεν πήγες μήτε του λόγου σου μήτε γω, κι ας μην είχαμε και παιδιά. Ο Ρωμιός πρέπει να είναι του σκοινιού και του παλουκιού, νάχη σκοτωμένο τουλάχιστο ένα γονιό του, για ν' αποφασίση να πάη στον πόλεμο.

Ας έχουμε χάρη στην πετριά μας, που και καλά να φανούμε στον κόσμο παιδιά των αρχαίων, αληθινοί κληρονόμοι τους. Κληρονόμοι, σε τι; Στην αρετή, στην παλικαριά; «Πολλού γε και δει», δάσκαλέ μου! Κληρονόμοι στ' ανώμαλα ρήματα! Ποιος να σ' ακούση, κι αν τους το πης, πως για νάχη, το έθνος δική του δύναμη και ζωή, πρέπει και δική του γλώσσα να μιλή και να γράφη.