Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Ναι, κι' απ' τ' απάρθενό μου εγώ τήνε προκρίνω τέρι, την Κλυταιμήστρα, τι μαθές χειρότερη δεν είναι στα κάλλη, μήτε στο κορμί, στη γνώση, και στα χέρια. 115 Μα κι' έτσι πίσω πρόθυμα τη δίνω αν είναι ανάγκη· δε θέλω εγώ να χάνεται, μον να σωθεί ο στρατός μας. Κάνα άλλο εμένα όμως πρεσβιό κοιτάξτε να μου βρείτε, αμέσως τώρα! Τεριαστό δεν είναι εγώ μονάχα έτσι να μένω.
Μον κάναν κράχτη γέροντα πάρε που να τραβήξει τις μούλες με τ' ωριότροχο τ' αμάξι, και στο κάστρο πάλε έπειτα το λείψανο να φέρει απ' τ' Αχιλέα. 180 Και λέει, μη βάλεις θάνατο στο νου σου ή άλλο φόβο· τέτιο οδηγό σου — τον Έρμη — θα στείλουμε μαζί σου, που θα σε πάει ως που ίσα κει να φτάστε στ' Αχιλέα.
Και πρώτος του Λαέρτη ο γιος τον είδε και τον δείχνει «Νά σ' τον, Διομήδη, ο βασιλιάς, και να σου το ζεβγάρι που μας μολόγαε ο Δόλονας πριν τα τινάξει ο σκύλος. Μον έλα σφίξ' τα δόντια σου κι' ομπρός! Ντροπής να στέκεις με τ' άρματα έτσι ανόφελα, μον λύνε το ζεβγάρι· 480 ή εσύ μαχαίρωνε, κι' εγώ βάζω στο χέρι τ' άτια.»
Ελάχτιζε όσο εδύνονταν προς του νερού την όψι, Μον την πληγή δεν ημπορεί του χάρου ν' αποκόψη.
Μον έλα, ομπρός! σαΐτεψ' τον το βασιλιά Μενέλα, 100 και κάνε τάμα του θεού, τ' αχτιδοστάλτη Απόλλου, πλήθος αρνιά πρωτόλουβα να σφάξεις στο βωμό του, πίσω σαν πας στον τόπο σου, τη βλογημένη Ζέλια.» Μ' αφτά τα λόγια τ' άμιαλου του πείθει το μιαλό του.
Μόν 'ς της λύπης την ορμή, Είχαν κι' άλλην αφορμή Να περνάν συλλογισμένοι Και διπλά παραθλιμμένοι· Σε πια κλήματα μπορούν Τ' άσπρα τάχατε να βρουν; Θησαυρού έχουν πλούσια ελπίδα, Κι' είναι σ' άπαυτη φροντίδα, Τούτο το συμβεβηκό Σε καιρόν καθολικό Ακλουθάει, που συνηθίζουν, Και τ' αμπέλια όλοι σκαλίζουν. Με απόφασι κοινή Και πολλήν υπομονή Το αμπέλι κατασκάφτουν· Άσπρα ωστόσο δεν ξεθάφτουν.
Μηδέ τα φύλλα βρήκε 120 σφιχτοκλεισμένα του πορτιού μήτε βαλτό το σύρτη, Μον τα κρατούσανε ανοιχτά, μήπως γλυτώσουν ίσως κάνα συντρόφι πούτρεχε οχ τη σφαγή στα πλοία.
Τι είπα δα εγώ πως οι Αργίτες 165 δε θα βαστάξουν την ορμή και τ' άπιαστά μας χέρια· μα τώρα αφτοί σα μέλισσες, που απάς στο μονοπάτι — ή σφήκες παρδαλόκορμες — φωλιάζουν, μηδ' αφίνουν στιγμή τις βαθουλές φωλιές, μον στέκουν και κεντρώνουν τους κυνηγούς τους, θέλοντας να σώσουν τα μικρά τους· 170 έτσι κι' αφτοί, κιας είναι διο, οχ το πορτί δε θέλουν να τραβηχτούν, πριν πέσουνε ή πριν ξαπλώσουν άλλους.»
Και πιος είν' ο αναίστητος που να σ' αλησμονήση, Αφού σε ιδή για μια φορά, μαζί σου να μιλήση. Τ' αηδώνι σώδωκε λιαλιά, φωνή το καναρίνι, Τη χλορασιά σου δάνεισαν των περβολιών οι κρίνοι. Η χάρες αναπαύουνται απάνω στη θωριά σου, Της άνοιξις τριντάφυλλα ανθούν στα μάγουλά σου. Λεν το κοράλλι κόκκινο, μον δίχως νοστιμάδα· Δεν έχει σαν τ' αχείλι σου βαφή και κοκκινάδα.
Πώς λέοντας φριχτός γοργής λαφίνας ζαρκαδούλια πάει στη μονιά τους κι' έφκολα με τα σκληρά του δόντια τ' αρπάει και πνίγει σβύνοντας την απαλή καρδιά τους, 115 τι κι' αν η μάννα τους κοντά τα βλέπει, να βοηθήσει δεν κατορθώνει, τι κι' αφτή τήνε θερίζει ο τρόμος, μόνε δρωμένη βιαστικιά, περνώντας δάσα λόγγους, φέβγει όπου φύγει, απ' το σκληρό θεριό κυνηγημένη· έτσι κι' αφτούς απ' το χαμό να σώσουν δε μπορούσαν 120 οι Τρώες, μον τσακίσανε όλοι κι' αφτοί στον κάμπο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν