Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Ιουλίου 2025


Διατί λοιπόν, θα ειπή, αφού είναι επίσης ηδοναί, δεν αφαιρείτε και από τας πρώτας εκείνας το όνομα αυτό και δεν τας στερείτε τον χαρακτηρισμόν ότι είναι ωραίαι; Διότι, θα απαντήσωμεν, δεν θα έμεινε κανείς που να μη μας περιγελάση, εάν ελέγαμεν ότι δεν είναι ηδονικόν το φαγητόν, αλλά ωραίον, και η καλή μυρουδιά ότι δεν είναι ηδονική, αλλά ωραία.

Κάποτε μάλιστα, σα δυσκολέβουμαι να πω τίποτις γαλλικά, σα δε μου φαίνεται να το είπα με την ταιριαζούμενη τέχνη, το λέω πρώτα ρωμαίικα, και να δήτε πως από το ρωμαίικο στο γαλλικό έρχεται καλούτσικα, γιατί σαν προσπαθήση κανένας να το φέρη με τρόπο, και το ύφος το γαλλικό άξαφνα ξανανιώνει, μοιάζει σαν πιο καινούριο, σαν πρωτόφαντο· έχει κάποια μυρουδιά ρωμαίικη, που έχει το γούστο της.

Κι' απ' όλα τα μυρουδικά της Θάσου είνε χίλιες φορές πειό εκλεκτότερα, που τάχουν στης μποτίλλιες κ' η μυρουδιά μοσχοβολεί πολύν καιρόν στην κεφαλή, μα τάλλα όμως χάνουνε το μύρο τους ταχύτερα.

Νάξερες πως κι' η πλιο μικρή Γλυκειά σταλαματιά του Μέσ' 'ς την καρδιά μου αρίφνητα Μου ξανανοιώνει μάγια. Νάξερες, ώμορφο βουνό. Τι πόθους μου ξανάφτει Κ' ένας ανθός σου ταπεινός Με τη μοσχοβολιά του. Νάξερες πως κι' η μυρουδιά Του χόρτου σου, του βάτου, Ονειροβότανου ακριβού Για εμένα μυρουδιά είναι!

Είτα δεμερικά πράγματα πόσον είνε αλλόκοτα! — εξοικειώθη τόσον προς τον άγριον εκείνον ρυθμόν, ώστε αντί να έχη εις τον νουν της το «Πιστεύω», εμουρμούριζε το γνωστόν των Καλικαντζάρων άσμα, το οποίον τοσάκις εις την καλήν της εποχήν είχε διηγηθή εις το νήπιον παιδί της. Σκάλικος είμαι, Σκάλικος είσαι. Μη φοβάστε, βρε παιδιά! Τα τσαρούχια δέσε-λύσε, μας επήρε μυρουδιά η Γρηά, η Γρηά!

Καλά που πρόφτασα κ' ήρθα . . . πώς δεν το πήρε μυρουδιά εκείνο το σκυλί, ο Μανώλης ο Πολύχρονος, να έρθη να μου τον πάρη!

Παχειά μυρουδιά από κουνουπίδι γέμιζε τον γύρω αέρα, χωνότανε στη μύτη και στο στόμα, και μούσκευεν ακόμα το πρόσωπο και τα ρούχα. — Δε σου φαίνεται...; είπεν ο Ρένας. — Δε μου φαίνεται, διάκοψε κείνος, νομίζοντας ότι κι' αυτό αποτελούσε κάποιαν εξυπνάδα. — Άκουσε λοιπόν, κακομοίρη.

Έκαναν γλέντι· εκείνη την ώρα! Είχαν φαγιά· μα τι φαγιά; επεντοβολούσε η Παράδεισος από τη μυρουδιά τους. Κ' έπιναν ένα κρασίρουμπίνι! Ο Δαυίδ — ο Προφήτης ντε! — έπαιζε την κιθάρα κ' ετραγουδούσαν οι άγγελοι κάτι παιδιά· ψυχή μου! Να τα έβλεπεν ο Μπίρας θα εσηκωνόταν το πετσί του μια πιθαμή. Κ' έκαναν τέτοια σαλαλοή που ετράνταζεν ο Κάτω Κόσμος.

Εγύριζα ολημερίς στο ακρογιάλι, εβούταγα με ηδονικήν ανατριχίλα στο νερό, αχόρταγα ερουφούσα την αρμυρή μυρουδιά, εκυλιόμουν μακάριος στα φύκια σαν μεταξοπούπουλα· εκυνήγουν αχινούς και καβούρια. Συχνά εκατέβαινα στο λιμάνι και δειλά επλησίαζα τις συντροφιές των ναυτικών ν' ακούσω κουβέντα για τ' άρμενα, για ταξείδια, για τρικυμίες και ναυάγια. Εκείνοι όμως δεν εγύριζαν καθόλου να με ειδούν.

Μια κόρη, μέσα στις δεσποινίδες Μεμιδώφ, που ταξίδεψε, και κάπως άλλαξε τον αέρα της, και σα να πήρε μυρουδιά από έναν κόσμοπου η γυναίκα αντίθετα με την ιδέα που έχουμε για κείνη και οι φράγκοι και οι ανατολίτες―είναι τύπος μιας αξιοθαύμαστης ενέργειας, είναι σα να στέκεται στα καρφιά, μολονότι ανήμπορη κι' αυτή, μέσα στο ανατολίτικο εκείνο, όσο κι αν είναι ευρωπαϊκά πασαλειμμένο, χαρέμι.

Λέξη Της Ημέρας

σοβαρώτατος

Άλλοι Ψάχνουν