Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Με την πέννα και το καλαμάρι στην τζέπη, τράβα, εσύ από το ένα στάλλο χωριό, και στο δρόμο, κάθου απάνω στο μουλάρι, να συλλογιέσαι για επιστήμη και για τέχνη! Εφτυχισμένο κοριτσάκι που δε γράφεις, πόσο σε ζουλέβω! Όσες ανοησίες κι αν ακούσης, ό τι κι αν πουν οι δασκάλοι, εσένα δε σε νοιάζει. Και γω θα γίνω τώρα σαν και σένα. Να χολοσκάνη κανείς, δεν αξίζει.
— Μητέρα, ανεφώνησεν ο νεώτερος, ότε επέστρεψαν εις την οικίαν, μητέρα, είδα την βασίλισσαν επάνω εις ένα ωραίον γάιδαρον! — Δεν ήτο γάιδαρος, υπέλαβε περιφρονητικώς ο μεγαλείτερος· ήτο μουλάρι. Δεν ήσαν όλως αξιόμεμπτοι και οι δύο διά την ατέλειαν των γνώσεων των περί την ζωολογίαν.
Ο Φετάνης στο δρόμο αρρώστησε από πονόκοιλο και πήγαινε «στάσου εδώ» και «στάσου εκεί». Ο Λέντζος, κι' επειδή τον λυπήθηκε κ' επειδή ήθελε να φτάση το βράδυ στα Γιάννινα, κατέβηκε από το μουλάρι κι' έβαλε τον Φετάνη καβάλλα, αλλ' ο Φετάνης κοντοβαστούσε το μουλάρι, λέγοντας ότι το γοργοπερπάτημα του μουλαριού του μεγάλονε τον πόνο.
Και τότε ανήμερης γροθιάς τους βάζει ομπρός βραβεία. Μουλάρι δουλεφτάδικο μες στο μεϊντάνι φέρνει κι' εκεί το δένει, αμέρωτο, έξη χρονών π' απ' όλα 655 πιο ζόρικο να μερωθεί και για το νικημένο ποτήρι βάζει πλουμιστό.
Και ετοιμάστηκε για τη μεγάλη μάχη. Επήρε τα μέτρα του όλα, για να ματαιώση, με κάθε τρόπο, την κακή, την άνομη πράξι που υποπτευότανε. Και για να βεβαιωθή καλλίτερα πως η υποψίες του είνε βάσιμες, επαραμόνεψε στο δρόμο οπού φέρνει στο σπίτι του Μαρούπα, και σαν άρχισε να σκοτεινιάζη, είδε, σ' ένα μουλάρι απάνω, τον παππά Κρητικό, μ' ένα παιδί στα καπούλια, να τραβά κατά το χωριό.
— Γιατί γαυγίζουν τα σκυλλιά «γκάβου, γκάβου, γκάβου»; Ποιος είν' ο ξένος που φέρνει γύρα το χωριό τη νύχτα «γκρουπ.. γκρουπ.. γκρουπ» καβάλλα στο μουλάρι, πώχει το κυπρί που λαλάει γλυκά-γλυκά «τριγκ... τριγκ... τριγκκκ»;
Τότε ύψωσε την κεφαλή, στο γέρικο του αγκώνα 80 ακουμπιστός, και ρώτησε το γιο τ' Ατρέα κι' είπε «Πιος είσαι εσύ που περπατάς στα πλοία ομπρός μονάχος μέσα στης νύχτας την καρδιά, π' όλοι οι θνητοί κοιμούνται; Μην κάνα σύντροφο ζητάς; μην έχασες μουλάρι; Μίλα — άφωνος μην προχωράς — και πες μου, τι γυρέβεις;» 85
Μπαίνοντας μέσα στην αυλή, κύτταξε ολόγυρα για να δοκηθή αν κλωτσοβροντάη κανένα μουλάρι, και μη δοκιώντας τίποτε, απόθεκε κάπου το ροΐ της, βγήκε στο δρόμο, και τράβηξε ίσια κατά τ' αγνάντια, κι' άμα έφτασε στη μεριά, που είχε ξεχωριστή τον Γιάννη της, φώναξε με μεγάλη φωνή. — Ώωωωρε Γιάννηηηηη!!! Γιάννη ούουουουού!!!... — Όρσεεεεεε!!!! Απολογήθηκε μια φωνή από μακρυά.
Το μουλάρι το ξανάπιακε ο αγωγιάτης, κ' εγώ ξακολούθησα να βαράω την καμπάνα δυνατά κι αδιάκοπα.
Τους κρυφούς συλλογισμούς της κόρης ο νιος τους νοιώθει. Χωρίς να καβαλικέψω, τραβώντας από το συρτάρι το μουλάρι μου, τη σίμωσα και τη ρώτησα αν μπορεί να ξανακαβαλικέψη το δικό της. Σα να τώξερα. — Να μώδιναν άλλο καλλίτερα θα να ήτον, μου είπε χαμηλοκυττάζοντας. — Πάρ' το δικό μου, της λέω. — Και συ; — Το δικό σου. — Καϋμένε, θα σε ρίξη, μώκαμε μ' έκφραση ανατριχίλας. — Έγνοιά σου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν