Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αν δύναμαι, γερόντοι μου, να συμπεράνω αν και ποτέ δεν έτυχε να τον συντύχω, θαρρώ πως έχομεν εδώ, το βοϊδολάτη που θέλομε. Και στα βαθειά του γερατειά μοιάζει τον άνθρωπον αυτόν° στην ηλικίαν ίσος του. Και τον φέρνουνε δούλοι δικοί μου. Εσύ όμως, λέγω, δύνασαι καλύτερά μου να ξέρης, αφού κι άλλοτε τον έχεις ιδεί.

Τι λέτε πάλε να σας έδινα έτσι κανένα χουζουρεμένονε μισοδασκαλισμοδημοτικοκαθαρεβισμό; Φέρ' το αφτό, και μοιάζει λαμπρό πράμα. Όλα τάχει. Το σύστημα, για να σκοτώση κανείς τη δημοτική, βέβαια πως είναι πρώτης. Καλήτερο δεν υπάρχει.

Παρέκει γέροντας ψαράς σε ριζολίθι απάνω σέρνει με βια το δίχτυ του, ένα μεγάλο δίχτυ, και μοιάζει και στη δύναμι με κουρασμένον άντρα. Λες και ψαρεύει μ' όλη του τη δύναμι στα χέρια· πρήσκονται γύρω ολόγυρα του σβέρκου του τα νεύρα και μοιάζει νιος στη δύναμι κι ας είνε κι ασπρομάλλης.

Κάθε τόσο σταματούσε και γύριζε να κοιτάξει το κτηματάκι που ήταν καταπράσινο ανάμεσα στους δυο τοίχους που σχημάτιζαν οι φραγκοσυκιές και το καλύβι εκεί πάνω, μαύρο ανάμεσα στο γλαυκό των καλαμιών και στο λευκό του βράχου, του φαινόταν να μοιάζει με φωλιά, μια πραγματική φωλιά. Κάθε φορά που έφευγε από εκεί το κοίταζε έτσι, τρυφερά και μελαγχολικά, σαν ένα πουλί που μεταναστεύει.

Ένα γλυκό αεράκι σάλεψε τα κλαδιά του γεροπλάτανου και δυο αχτίδες χρυσές γλυστρήσανε απ' τη φυλλωσιά του και πλέξανε μια χρυσή κορώνα στο κεφάλι της. Ο νέος ο κυνηγός την κύτταξε γλυκά και είπε μέσα του: — Πόσο της μοιάζει για βασίλισσα!

Ψες που τρώγαμε με τη βαρώνη Bernstein, μολονότι πολύ γοητευτική γυναίκα, επέμενε να συζητή για τη μουσική σαν να ήταν κάτι γραμμένο γερμανικά. Τώρα μ' ό,τι κι αν μοιάζη η μουσική στη φωνή, με χαρά μου το λέω ότι δεν μοιάζει ούτε στον ελάχιστο βαθμό τα γερμανικά. Είναι κάτι τύποι πατριωτισμού πράγματι τέλεια εξευτελιστικοί. Όχι, Γιλβέρτε, σε παρακαλώ μη παίζης πια.

Τρέμω τη σπιτοκαταλύτρα θεά, που με θεούς δε μοιάζει, την παναλήθευτη κακών προφήτισσα, την Ερινύα, που εκάλεσαν ευχές πατρός, μήπως τις ξώφρενες σε τέλος βγάλη του θεοβλαμμένου Οιδίποδα κατάρες· και τις ταχαίν’ η ολέθρια των τέκνων του η αμάχη.

Και κανένας πια δε χώρισε τον βασιλέα απ' τη βασίλισσα.... Αυτή είναι η θλιβερή η ιστορία της βοσκοπούλας με τα μαργαριτάρια, που μοιάζει σαν παραμύθι και παραμύθι δεν είναι. Ξαπλωμένος στον ήσκιο μιας καρυδιάς, μέσα στην άψη του Θεριστή, την άκουσα βαθιά στο κατάχνιασμά μου. Η φωνή που μου την ανιστόρησε ήτανε γλυκεία, μακρυνή και σβυσμένη.

Απάνω στους λόφους βλέπεις σπίτια καμαρωμένα, και ξαπλώνουνται ίσια με κάτω στις κοιλάδες μυρωδιές και περβόλια. Η ενέργεια του αθρώπου φανερώνεται με χίλιους κόπους. Τι δεν έκαμαν και τι δε θα κάμουν; Αφτή η χώρα δε μοιάζει πια με τα πρώτα χωριά που είδαμε στο δρόμο μας. Εδώ είναι δήμοι πολλοί. Δεν έχουν έθιμα μόνο· έχουν και νόμους. Καλλιέργησαν κάθε τέχνη, έβγαλαν ποίηση κ' επιστήμη.

Η Νοέμι τον ακολούθησε με την πετσέτα στο χέρι. «Ναι, ήρθα από την Τερανόβα. Τι δρόμος! Πετάει κανείς! Ναι, πρέπει να πέρασα μπροστά από την εκκλησία, αλλά δεν πήρα είδηση για το πανηγύρι. Ναι, το χωριό μοιάζει ερημικό. Είναι πολύ ξεπεσμένο, ναι…Απαντούσε ναι σε όλες τις ερωτήσεις της Νοέμι, αλλά έδειχνε πολύ αφηρημένος. «Γιατί δεν έγραψα; Μετά το γράμμα της θείας Έστερ ήμουν αβέβαιος.

Λέξη Της Ημέρας

ανάπλεως

Άλλοι Ψάχνουν