United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' έτσι δυο από τους μεγαλύτερους αξιωματικούς, ο Ελλέβικος κι ο Καισάριος, το πήραν απάνω τους και σταμάτησαν τον κατατρεγμό. Ο Καισάριος μάλιστα ανέλαβε να πάη ατός του στην Πρωτεύουσα και να μιλήση του Θεοδοσίου.

Τάχα γιατί και κείνος, λέει, είναι ξένος στην Πόλη, γιατί δεν τολμά, γιατί βλέπει πως ακούμε τη Λέλα, γι' αφτό θα πάη να της γράψη; Η Λέλα θα τον προστατέψη; Η Λέλα θα σηκωθή να πη του πατέρα πως θέλει η αφεντιά του να πάρη την Ελένη: Ή εμένα τάχα η Λέλα να μου μιλήση; Και που το φαντάστηκε πως μπορεί η Λέλα να μου μιλήση; Παραμύθια! παραμύθια!

Η δε βασιλοπούλα ηύρεν αιτίαν να ειπή πως ο Ρουσκάδ δεν εστάθη εις τον λόγον του, με το να παρέβη τον όρκον που έκαμε της Κεριστάνης να μη μιλήση, και διά τούτο οι άνθρωποι είνε αδύνατον να φυλάξουν εμπιστοσύνην, και να μην έβγουν από τον λόγον τους.

Και όσο επερνούσαν ημέρες, εμεγάλωνε η αγάπη. . . Μα πώς να κάμη; Να μιλήση του μαστόρου του ο ίδιος, ή να βάλη κανέναν άλλονε; Είχε αυτά στο νου του, όταν τ' αφεντικό του τον έστειλε ν' αγοράση πετζιά και άλλα χρήσιμα του μαγαζιού. Έμεινε ο Αντώνης στην ξενιτειά ένα μήνα και σαν εγύρισε, ευρήκε τη λατρευτή του πανδρεμμένη . . . Είχε στεφανωθή, μια βδομάδα πριν, ένα θαλασσινό.

Ελέγετο δηλαδή ότι, επειδή έζη μέχρι τούδε μακράν των ανθρώπων, βοσκός εις τα βουνά από μικρό παιδί, είχε γίνει ζώον με τα ζώα· μόνο που δεν εκουτούλα. Να μιλήση καλά καλά δεν ήξευρε και άμα ευρίσκετο μεταξύ ανθρώπων τάχανε κέκανε σαν αγριότραγος που κυττάζει από πού να φύγη.

Είπε ακόμα μια φορά τόνομα του Σβεν, σα να ήθελε να πη πως τον βλέπει, πως πηγαίνει σ' αυτόν. Μα έπειτα σωριάστηκε. Και μεις καθόμαστε κει χωρίς πνοή, περιμένοντας αχόρταστα ένα σημάδι πως δε μας άφησε ακόμα, πως δε μας έφυγε ακόμα. Τότε άνοιξε το αριστερό της μάτι, σαν το Σβεν μια φορά, και το βλέμμα της γύρεψε το δικό μου. Έσκυψα απάνω της κ' είδα πως πολεμούσε να μιλήση.

Εκείνη με το χέρι όλους απεχαιρέτισε, και δεν υπάρχει ένας ούτε κι' ο ταπεινότερος που να μη του μιλήση. Τέτοια κακά ευρήκανε το σπίτι του Αδμήτου Εάν ο ίδιος πέθαινε όλα γι' αυτόν χαμένα μα και που εσώθη, συμφορά τον βρίσκει πιο μεγάλη και τόση λύπη αισθάνεται, που δεν θα την ξεχάση. ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ Κι' ο Άδμητος; Πώς την βαστά αυτήν την δυστυχία; και πώς θα τηνε στερηθή τέτοια καλή γυναίκα;

Αλλ' ασφαλώς, αν ο καινούριος κόσμος πλάστηκε με το πνεύμα και το άγγιγμα μεγάλου καλλιτέχνη, θάναι κάτι τόσο τέλειο, ώστε να μη μείνη τίποτε για τον κριτικό να κάνη. Καλά το νοιώθω τώρα και πρόθυμα παραδέχομαι ότ' είναι πολύ πιο δύσκολο να μιλήση κανείς για κάτι παρά να το κάνη.

Τους θυμούμαστε τους φίλους εκείνους του Σωκράτη, που την αλήθεια την ψεύτωναν και την ψευτιά την αλήθευαν. Τονέ θυμούμαστε το Λεοντίνο το Γοργία τότες που ανέβαινε το βήμα και προσκαλούσε τους Αθηναίους να του διαλέξουνε θέμα, κι αυτός να τους μιλήση.

Πιστέβω κανείς στη ζωή του να μη νόμισε πως είναι δυνατό, ένα έθνος αλάκαιρο να ξέρη τη γραμματική σαν που την ξέρει ο δάσκαλος στο σκολειό, — κι όχι μόνο να την ξέρη, μα ποτές του να μην την ξεχάση, μήτε όταν κλάψη μήτε όταν τύχη και χαρή, να βασανίζεται, να τυραννιέται μέρα νύχτα μήπως του ξεφύγη κι αλλάξη τους μαθημένους τύπους, μήπως η παλιά συνήθεια τον ξανακάμη σκλάβο Θα προσέξη να μην πη ποτές, ποτές του και με κανέναν τρόπο τη μάννα του μάννα , το παιδί του παιδί , και την κόρη του κόρη · να λέει πάντοτε: μήτερ , να μη φωνάξη ποτές του παιδιού του· «Παιδάκι μου, σώπα· έλα! μην κλαίς», παρά να του λέη· «Σίγησον, ω παι»· να μη μιλήση ποτές μέσα του την κοινή γλώσσα· να μάθη να συλλογέται αρχαία, ακόμη κι όταν είναι μοναχός του· να μη φανή άθρωπος, να γίνη θαματουργός.