Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Η πρώτη εντύπωση επέρασε κάθε λογαριασμό, κάθε προσδοκία. Τα λεβεντόπαιδα ενθουσιάστηκαν. Άναψαν κ' εκάηκαν μαζί της.
Μήτε η καθαρέβουσα μήτε η μισή γλώσσα ονόματα δεν έχουνε να το πουν αφτό, παρά κ' οι δυο τους θα σου το πούνε με τρεις ανύπαρχτες λέξες· βασίλειον, βασιλεύς, Ελλάς. Ας παραδεχτούμε πια πως το βασίλειον, όσο άτοπο κι αν είναι το ν , όσο κι α δεν έχει μισές αλήθειες ή μισές ψεφτιές, ας παραδεχτούμε όμως πώς ένα κακόμοιρο ν μπορεί και να μην μπη σε λογαριασμό.
Έκλεισε το λογαριασμό της με τον κόσμο, αφού είπε, πριν πεθάνη, πόσο πολύ αγαπούσε τα παιδιά και μέ. Ύστερα από λίγες ώρες έκλεισε τα μάτια της. Τα έκλεισε δίχως αγωνία ήρεμα κ' ήσυχα έτσι όπως σβήνει ένα κερί. Έζησε την ξεχωριστή ζωή της και πέθανε τον ξεχωριστό της θάνατο. Είτανε τόσο αδύνατη, ώστε δεν πάλεψε με το θάνατο. Είχε παλέψει πριν αρκετά με τη ζωή.
ΞΕΝ. Υπογράφτεν άματι το λογαριασμό. ΑΝΑΤ. Ότι γράψει κανείς, μέσα στη χάψι ντεν πγιάνετε. ΞΕΝ. Φτάνει να τα θυμούστενε. ΑΝΑΤ. Ολάν Λογιώτατε, τι συλλογιέσαι και μουρμουρίζει; — ΛΟΓ. Πώς αποτίσω τον έρανον μηδόλως αργύρια κεκτημένος και δη τούτο τυγχάνω σκεπτόμενος... — ΑΝΑΤ. Α κατάλαβα ντεν έχεις παράδες να πλερώσης μερτικό σου. ΛΟΓ. Ναι μην — ΑΝΑΤ. Και τι έχεις; — ΛΟΓ. Βίβλους.
— Ε! παπά μ', ο καθένας τώρα έχει το λογαριασμό τ'. Δεν πάει άλλος να βάλη το κεφάλι του στον τρουβά, κατάλαβες, για να γλυτώσ' εσένα. Ο πάπα-Φραγκούλης εστέναξεν, ως να ώκτειρε την ιδιοτέλειαν και μικροψυχίαν, ης ζώσα ηχώ εγένετο ο Πανάγος. — Και τι θα πάθουνε το κάτω-κάτω; επανέλαβεν, ως διά ν' αναπαύση την συνείδησίν του ο μαραγκός.
— Είντα τ' αλλοτινού θα μιάσης, είπε σχεδόν γελαστός, απού τούλεγε ο κύρης του να τόνε παντρέψη κιαυτός δεν ήθελε μια, αλλά καλά και σώνει δέκα γυναίκες; Μωρέ, κάμε καλά, μωρ' έλα στο νου σου. Το σκοπό του αυτός. Δέκα θέλω, δέκα θέλω. Σαν είδε κιαπόδε πως δεν εμπόργε να τόνε φέρη σε λογαριασμό, έκαμε πως εδέχτηκε. Καλά, δέκα γυναίκες θες; Να τσι πάρης, παιδί μου, εγώ δε θέλω να σε κακοκαρδίσω.
Ήξερε για τη συμφορά και για το θάνατο της θείας Ρουθ και γι’ αυτό φοβόταν να γυρίσει στο χωριό. Ζούσε με τις λίγες λιρέτες που είχε κερδίσει από τη μεσιτεία της αγοράς του κρασιού για λογαριασμό του Μιλέζου, δεν ήξερε όμως τι θα έκανε μετά.
— Βασταγμέναι και βασταγμέναι. Δεν ηξεύρω μα την αλήθειαν, αυθέντα, πού θα πάη αυτή η ιστορία. — Τι θέλεις να το ηξεύρης; ηρώτησεν απαθώς ο οικοδεσπότης, και τα χονδρά του χείλη εμόρφασαν παραδόξως. — Λέμε δα, αυθέντη, να ξεύρωμε και 'μείς κάπως πού πατούμε . . . . — Αφού δεν πατείς διά λογαριασμό σου, τι σε μέλει; Αύριο κύτταξε να μου κάμης όσας ημπορέσης . . . — Με τα σαράντα; αδύνατον.
Τραπεζιού περιγραφή, Τόσο έμπειρα σοφή, Άθρωπος να παραστήση, Βολετό ας μην ελπίση, Πόσα είδη φαγητά, Ή βρασμένα, ή ψητά, Ή αλλιώς μαγειρεμένα, Δεν αλησμονάς κανένα. Κρέας, ψάρι πλαστικό, Ζαχαράτο πορικό Λάχανο, γλυκό, σαλάτα, Πολυσύνθετα, μονάτα, Σ' όλα τέλιον αριθμό Με ψηλό λογαριασμό, Και με νου μεγάλο βάθος Καταστρόνεις δίχως λάθος.
Η γιαγιά, γρηά γυναίκα, ενενήντα χρόνων δεν μπορεί να είναι ανήμπορη, γιατί ο πατέρας θυμόνει. Μη μιλήσετε, θα θυμώση. Μη γελάσετε, θα του πιάσουν τα νεύρα του. Μην πήτε αυτό, μη κάμετε εκείνο κρυφά από δω, μυστικά από κει, ψέματα αιωνίως. Τώφερεν ο έμπορος μ' αυτό το λογαριασμό. Είπεν ότι το εδιάλεξεν η μητέρα σας. Ο λ γ ί ν α. Πέντε πήχες, πέντε λίρες. Έ μ μ α. Ά! Τι ωραία!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν