United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι τράγοι επήδων από βράχου εις βράχον, από όχθον εις όχθον, από κοίλωμα εις κοίλωμα, ενώ τα ερίφια χαριέντως σκιρτώντα έτρεχον κατόπιν των αιγών βελάζοντα, αγαλλόμενα προς την νέαν δι' αυτά απόλαυσιν του αγνώστου τούτου πράγματος, της ζωής, εκθέτοντα εις τον ήλιον τα στακτερά ή στικτά, και λευκά και μαύρα τριχώματά των, ενώ οι βοσκοί, υψηλοί, ρωμαλέοι, τραχείς, φριξότριχες, ηλιοκαείς την όψιν, έτρεχον εμπρός και οπίσω με τας μακράς, ίσας με το ανάστημά των, καμπύλας την λαβήν ράβδους των, σοβούντες μετά πολυήχου συριγμού την δυσάγωγον και σκιρτικήν αγέλην.

Και ψηλά ψηλά, μες τα κράκουρα, ξανοίγονταν απάν' από τα βουνά στενή μακρουλή λουρίδα αστερωμένου ουρανού. Έδεσε τ' άλογο σε μια λεύκα ο Φώτος κι ακούμπησε κι αυτός σ' ένα κοντρί κ' εβυθίστηκε σε συλλοή. Ούτ' εφαίνονταν αν ζούσε χωμένος μέσα στον άδη τούτο τ' απάνου κόσμου.

Μπροστά σ' όλους, στην πόρτα του μοναστηριού, σύμφωνα με το νόμο της Αγίας Εκκλησίας, ο Τριστάνος παίρνει γυναίκα την Ιζόλδη με τα λευκά χέρια. Μεγαλοπρεπείς ήταν οι γάμοι και πλούσιοι.

Η ψυχή του λευθερώθηκε μια στιγμή και πέταξε με κόπο, σα θαλασσοπούλι με λαβωμένες φτερούγες, ανοιχτά, κατά το πέλαγο. Κυνήγησε ανάερα τα λευκά πανιά που φεύγανε ανάμεσα ουρανό και θάλασσα. Είχε ξεχάσει για μια στιγμή από πού ερχότανε και πού πήγαινε, είχε ξεχάσει και τα Μυστήρια που κρατούσε ψηλά απάνω απ' το κεφάλι του. Ένας ουρανός χρυσογάλανος έφεγγε ολόγυρά του.

Από δω και πέρα μπορείτε να οικονομηθήτε απ' αλλού, γιατί αυτός περιφρονεί την αγάπη σας. Πήρε με μεγάλες τιμές γυναίκα του την Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια, την κόρη του Δουκός της Βρεττάνης». Ο Καριάδος φεύγει θυμωμένος. Η Ιζόλδη η Ξανθή χαμηλώνει το κεφάλι κι' αρχίζει τα κλάμματα.

Και ωσάν εβγήκαν από το λουτρόν, οι σκλάβοι ήλθαν με πανιά λευκά, και τους εσφούγγισαν· έπειτα ένδυσαν τον Αμπτούλ με πλούσια φορέματα, και τον επήρεν από εκεί ο Καλίφης, και τον έφερεν εις το χαρέμι του, εις την βασίλισσα Ζωμπαΐδα.

Μέσ' απ' τις κλειστές πόρτες του μαγαζιού, πίσω στο μικρό περιβολάκι, κάτω απ' τη φουντωτή λεύκα, τρεις χαροκόποι κι' ο παραγυιός του Πέτρου κάνανε την &παρηγοριά&. Ήτανε η τακτική παρέα του μακαρίτη. Μονάχα γι' αυτούς άνοιξε σήμερα η κάνουλα κι' άναψε το τετράγωνο φανάρι, κρεμασμένο από ένα κλαδί της λεύκας. Το σκαμνί του Πέτρου μονάχα ήτανε αδειανό απόψε κ' ένα ποτήρι γεμάτο στη θέσι του.

Κάτω έβλεπες την λευκήν πολίχνη ης οι οικίσκοι, μια τούφα συμμαζευτοί, ωμοίαζον προς νύμφας με τα λευκά κολοβόλια των, νύμφας θεωρούσας την θάλασσαν. Εξήρχοντο ήδη συντροφίαι φαιδραί διά την πρωτομαγιάν, ων η γελόεσσα ιαχή εξεχύνετο προς όλας τας διευθύνσεις κ' εχάνετο είτα μέσα εις τους θάμνους και τους κήπους και τους αγρούς. Δεξιά επρασίνιζον οι αμπελώνες.

Ο Βενιαμίν της, ο κύριος Κώστας Μεμιδώφ, τιποτένιος! με λευκά γερόχτια· ο πιο επικίντυνος, αφού τον αγάπησε η μορφωμένη, μα πάντα παρθενική Μαρία.

Ποία είναι; Πούθ' έρχεται; Κοντά στον Τριστάνο, η Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια, τρελλή από το κακό που η ίδια είχε κάνει, χτυπιώτανε με μεγάλες φωνές απάνω από το πτώμα. Μπήκε η άλλη Ιζόλδη και της είπε: «Σηκωθήτε, κυρία, κι' αφήστε με να πλησιάσω. Έχω πειο πολλά δικαιώματα να τον κλάψω, πιστεύτε με. Πειο πολύ τον αγάπησα». Γύρισε κατά την ανατολή και παρακάλεσε το Θεό.