United States or Slovakia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήξερε πώς προβάλλει ο χρυσός Ήλιος απ' την κορφή του βουνού και πώς ροδίζουνε οι πλαγιές κ' οι κάμποι και πώς ντύνονται τα ωραία τους στολίδια στο φίλημά του δένδρα και λουλούδια. Ήξερε πώς προβάλλει τολοστρόγγυλο φεγγάρι απ' τη θάλασσα και πώς ασημώνει τα ωραία νερά, που ανατριχιαζουνε στο φως του, και τα λευκά πανάκια, που αρμενίζουνε στο πέλαγο.

Να δρέψη άνθη των αγρών ποικιλόχροα. Κόκκινα, λευκά και κίτρινα άνθη. Και ιόχροα του Αγίου Γεωργίου άνθη, ως ρόδακας στρογγυλά των αρχαίων επιστυλίων. Να κόψη ζεμπιλάκια κωδωνίζοντα. Και πάλιν να συνάξη παραδάκια, οπού είνε ως οβόλια μικρά. Να πλέξη και στεφάνια από αγριαμπελιά. Και να ζωσθή μ' αυτήν για το καλό. Να φάγη μιζιθρίτσαις, ευώδεις ρίζας ανθέων ως ψωμάκια λευκά.

Σαυτό το μεταξύ κάτι μουρμούρισε το Βαγγελιό που δεν τάκουσα, αλλά μάντευσα ότι η ομιλία της ήτο δυσάρεστη. Έπειτα έτρεξε σε μια κουφοξυλιά, καταστόλιστη με τα δαντελωτά λευκά της άνθη. Κ' ενώ ψήλωνε, για να φτάξη το άνθος πούθελε να κόψη, έλεγε: — Τούτονέ θα βάλω στη μέση τση ροδαράς μου και γύρου γύρου τάλλα σειρές.

Εκείνος κάθισε στον παλιό πάγκο, απέναντι από το Βουνό που έριχνε την βιολετί του σκιά μέσα στην κουζίνα, έβαλε τα μακριά του πόδια το ένα επάνω στο άλλο, σταύρωσε τα μακριά του μπράτσα στο στήθος ψαύοντάς τα με τα λευκά του χέρια.

Από μονοκόμματον δε ξύλον ας αφιερώνη έκαστος ό,τι θέλει, και από μάρμαρον επίσης εις τα κοινά προσκυνήματα. Ύφασμα δε όχι περισσότερον από όσον υφαίνει μία γυνή εις ένα μήνα. Τα δε λευκά χρώματα και εις άλλα μέρη αρμόζουν διά τους θεούς και προ πάντων εις τα υφάσματα.

Μπορεί όμως να γίνη άγγελος και να βγάλη λευκά φτερά στους ώμους, είπε ο Σβεν. — Βέβαια θα γίνη, είπε η μαμά. Μα ο Σβεν αναστέναξε και δεν έμεινε ευχαριστημένος. — Γιατί δεν μπορεί να πάη μαζί η γερόντισσα αφού το θέλει; είπε. — Αυτό δεν το ξέρει κανείς, Σβεν, είπε η μαμά, μόνο ο Θεός το ξέρει. — Το ξέρει αυτός; — Ναι, το ξέρει. Ο Σβεν ξαναβγήκε όξω στον ήλιο και στους βράχους.

Και τώρα ο Ιησούς απήλθε του Ναού διά τελευταίαν φοράν· αλλά τα αισθήματα των Αποστόλων, ακόμη προσεκολλώντο μετ' αγάπης, και υπερηφανείας εις τον ιερόν εκείνον χώρον· εστάθησαν δε να ρίψωσιν επ' αυτού τελευταίον βλέμμα πόθου, και εις τούτων επροθυμήθη να επιστήση την προσοχήν του εις τα ωραία μάρμαρα, και τα πολύτιμα αυτού αναθήματα· εις τας εννέα εκείνας πύλας τας χρυσοκολλήτους και αργυροκολλήτους, εις τα λαμπρά και υψηλά προπύλαια· εις τους μεγαλοπρεπείς εκείνους κίονας, και εις τας γλυφάς και τα αραβουργήματα, εις τα εναλλασσόμενα ερυθρά και λευκά μάρμαρα, και εις τας άλλας λαμπρότητας του κτιρίου.

Και προσέθηκε δακρύων ο πάτερ-Γαλακτίων: — Θεός σχωρέσ' τονε! Κανείς δεν γνωρίζει τι απέγεινε πλέον η χήρα η Αλτανού, η χήρα με τα πολλά παιδιά που τα έφαγεν όλα η θάλασσα, η άσπονδος εχθρά της. Κανείς δεν γνωρίζει τι απέγεινε πλέον η χήρα η Αλτανού, η ψηλή-ψηλή, σαν λεύκα, με την μαύρην μανδήλα και την κατάμαυρην καρδιά, η θαλασσινή Νιόβη.

Λέγεις τον Παγκράτην, είπεν ο Αρίγνωτος, τον διδάσκαλόν μου, άνθρωπον άγιον, ο οποίος έχει ξυρισμένον το πρόσωπον, φορεί λευκά, φαίνεται διηνεκώς σκεπτικός, δεν ομιλεί καθαρά την Ελληνικήν, είναι υψηλός, έχει την μύτην σιμήν, τα χείλη προέχοντα και τα σκέλη λεπτά; Ακριβώς, είπεν ο Ευκράτης, αυτόν τον Παγκράτην λέγω.

Κερδοσκοπική και αυτή μεταμφίεσις, ως τα ρ ό π α λ α και το διά πλαγγόνων θέατρον, άτινα προ μικρού απηντήσαμεν. Διαφέρει δε μόνον κατά τούτο εκείνων, ότι οι θιασώται του είνε εφέτος καθαριώτερον και ευπρεπέστερον ενδυμένοι, μολονότι τα λευκά σανδάλια των κυριών των, όσον ευρείας και αν έχωσι τας διαστάσεις, υποφέρουσι τα πάνδεινα υπό των έτι ευρυτέρων ποδών τους οποίους περικλείουσι.