Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025
Αλλ' ο Βινίκιος διέκρινε την Λίγειαν πλαγιασμένην παρά τον τοίχον επί τινος μανδύου και χωρίς να είπη λέξιν, εγονάτισε πλησίον της. Ο Ούρσος τον ανεγνώρισε τότε και είπε: — Ευλογημένον το όνομα του Χριστού! Αλλά μη την εξυπνάς, αυθέντα. Ο Βινίκιος την εθεώρει δακρύων και συγκεκινημένος.
Δι' ενός βλέμματος είδε την ταραχήν και τον πόνον της Αϊμάς, είδε το δέμα όπερ έφερε περί το μέτωπον και έπεσε παρ' αυτήν έξαλλος. — Τι έχεις, Αϊμά; είπεν. Η νεάνις δεν ηδυνήθη να αρθρώση λέξιν, είδε μόνον τον Μάχτον και εφάνη ως να μη τον εγνώριζε. — Τι έπαθες, Αϊμά: επανέλαβεν ο νέος. Ο υπερασπιστής της Αϊμάς έσπευσε ν' απαντήση αντ' αυτής. Της έσπασε το κεφάλι μία πέτρα.
Ουχ ήττον, επέμενε τοσούτον εις την τοπογραφικήν εξήγησιν, και τοσάκις επανέλαβε τας οδηγίας του, ώστε βαρυνθείσα η γραία ανέκραξε μετ' ανυπομονησίας, «Καλά, καλά!» Ήτο δε πράγμα ασύνηθες δι' αυτήν να επαναλάβη δις την αυτήν λέξιν. Εις τα Βαπόρια δεν υπήρχε ψυχή γεννητή, ώστε ο Κ. Πλατέας ηδυνήθη να εξακολουθήση ατάραχος την σειράν των σκέψεών του. Αληθώς πολλήν σειράν δεν είχον.
Τρέχα! Εγώ πηγαίνω να τα 'πώ με τον γαμβρόν μου. Τρέχα· τρέχα, και ήλθεν ο γαμβρός. Τρέχα ευθύς, σου λέγω! Ο κοιτών της Ιουλιέτας. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Κυρία! Αι, κυρία μου· ακούεις; Ιουλιέτα! — Κοιμάται τώρα ‘ς τα βαθειά. — Αρνάκι μου· κυρία! Ω ακαμάτρα, εντροπή! Αγάπη μου, θ' ακούσης; Κυρία μου· καρδούλα μου· εσύ, γλυκειά μου νύμφη! Τι; ούτε λέξιν; Βέβαια, τον χαίρεσαι τον ύπνον. Καλοκοιμήσου!
Ο Απόστολος έμεινε πρηνής επί της οδού με το πρόσωπον εις την σκόνην, χωρίς να κινήται, χωρίς να προφέρη λέξιν. Ο Ναζάριος εσκέπτετο ήδη ότι ο Απόστολος είχε χάσει τας αισθήσεις του ή ότι είχεν αποθάνει. Αλλ' εκείνος ηγέρθη τέλος, ανέλαβεν εις τας τρεμούσας χείρας του την ράβδον του την οδοιπορικήν και χωρίς να ομιλήση εστράφη οπίσω και προσέβλεψε τους επτά λόφους της κοσμοκρατείρας.
Καθώς ήρχισε να ομιλή ο Ιησούς, το πλήθος — άλλοι εξ αυτών με την επιθυμίαν να μη χάσωσι λέξιν, και άλλοι με τον πόθον να τον προσψαύσωσι, και ούτω να ιαθώσιν από των νόσων αυτών — συνωθείτο περί αυτόν εγγύτερον επί μάλλον, παρεμποδίζον τας κινήσεις Του. Τούτου ένεκα ένευσεν εις τον Σίμωνα να επιβή του πλοίου του και το ωθήση προς την όχθην, όπως εισέλθη Αυτός κ' εκείθεν διδάξη.
Διότι τώρα δα, οπού έφθασες ακριβώς επάνω εις την ουσίαν του ζητήματος, παρεξέκλινες έξαφνα και απεμακρύνθης από αυτό. Μίαν λέξιν εάν μου έλεγες ακόμη, αρκετά ήθελα καταλάβη πλέον από σε τι πράγμα είνε η ευσέβεια κατ' ουσίαν.
Τότε ο Τίγγελίνος είπεν εις αυτόν: » — Ειπέ μίαν λέξιν, δαιμόνιε, και προ του τέλους της νυκτός θα ίδης το Άντιον εις τας φλόγας.
Η ηγουμένη, της ώρισεν άλλο διακόνημα. Η Αϊμά εσιώπησεν. — Εκ του στόματός μου, επανέλαβεν η μοναχή, δεν θα εξέλθη λόγος ψευδής, ουδέ δόλον θα μελετήση η καρδία μου. &Λαβάμπο ιν ιννοτσέντιμπονς μάνους μέας&. Η Αϊμά ουδέ λέξιν ενόει εκ των λεγομένων υπό της αδελφής Καρμήλης.
Παρά την πύλην ίστατο ο γέρων φύλαξ με τας χείρας επί των νώτων. ― Πώς τόσον αργά έξω; μας ηρώτησε. Διά πού; ― Πηγαίνομεν εις την εκκλησίαν, απεκρίθη ο πατήρ μου. Δεν ήτο ούτε ημέρα ούτε ώρα εσπερινού. Δεν ετόλμησα να είπω λέξιν προς τον πατέρα μου, αλλ' ήμην βέβαιος, ότι ο γέρων Οθωμανός ενόησεν ότι φεύγομεν και ότι θα τρέξη να μας καταδώση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν