United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δος μου το πρόσφορο κι' τ' άναμα, ευλογημένη! της είπε. Η γριά, πασπατεύοντας στα σκοτεινά, πήρε την προσφορά, και τ' ανάμα, που τα είχε μαζύ στη σκαλοφρύδα, έβγαλε και τρεις κόκκινες λαμπάδες μέσα από μια κασσέλα κι' ανοίγοντας τη θύρα του δωματίου της, του τάδωκε όλα του παπά, ρωτώντας: — Κάνει, δέσποτα μ', να κοινωνήσω, που δεν κοιμήθηκα καθόλου απόψε;

Ψηλοί όμως τοίχοι, καπνισμένοι, με κόκκινες κηλίδες από χαλκό, με έναν πάγκο στο βάθος, περιέβαλαν πάντα τον ορίζοντα. Δεν μπορούσε κανείς να περάσει από την άλλη μεριά, εκείνος όμως ήταν ανάγκη να περάσει από την άλλη, για να ελευθερωθεί από το βάρος του, για να γιατρευτεί από τον πόνο του. Δυο φορές η Νοέμι τον βρήκε όρθιο, να προσπαθεί να βγει έξω από την αυλή. Πήραν το κλειδί από την εξώπορτα.

Για δες ο δρόμος πώς στρώθηκε στα πλάγια του με πράσινη χλωρασιά, με κόκκινες παπαρούνες και με άσπρες μεταξένιες ανεμώνες. Για δες οι μυγδαλιές βαρειά ανθισμένες, άσπρες τριανταφυλλένιες, πώς περιμένουν το καμαρωτό σου τ' ανάστημα να τινάξουν απάνω του τα άνθια τους και πέρα οι αγράμπελες να στεφανώσουν τα παιδικά σου στήθη, τη φαρδειά σου μαύρη ζώνη με το χρυσό της κρίκο.

Κι όλη η μαγεία αυτή σκοτίστηκε σε λιγάκι, και θεόρατες βαμβακένιες τουλούπες ξεχύθησαν ολόγυρα. Η καλύβα πλεγμένη όλη από ψαθί με χαριτωμένη τέχνη, μόλις ξάνοιγε κοντά στην ακρολιμνιά. Από την ανοιχτή της πόρτα φαίνουνταν η γωνιά πλημμυρισμένη από κόκκινες φλόγες π' αγκάλιαζαν με γλυκό βόμβο τα κούτσουρα του λόγκου.

Έτσι της είχε πη ο γιατρός ο γυναικολόγος, πούχε φέρει ο Νίκος όταν της ήρθε εκείνο το περιστατικό, στον τρίτο μήνα της απάνω, που κόντεψε να πεθάνη κι από τότε δεν είχε δη χαΐρι. Ήρθε δυο φορές τότες ο γιατρός και της είχε δώσει κάτι στάλες κόκκινες, πικρές φαρμάκι, να τις παίρνη, προτού να φάη και κάτι μαύρα χάπια που έλεγε ο Νίκος πως ήτανε σίδερο για να δυναμώση να γίνη σίδερο.

«Όμως λογάριαζα κ' εγώ νάρθω τη νύκτ' απόψε, »μα το γλυκό τον Έρωτα, μαζί μ' άλλους μου φίλους, »κρύβοντας μέσ' στον κόρφο μου γλυκόμηλα του Βάκχου »κ' ένα στεφάνι ολόγυρα στην κεφαλή φορώντας, «στεφάνι λεύκας, ιερό κλωνάρι του Ηρακλέους, «στεφάνι καταστόλιστο με κόκκινες κορδέλλεςΠες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

ΚΟΡΙΝΝΑ. Ναι, μητερούλα μου. Θέλω να μου πάρης ένα περιδέραιον που νάχη χάντρες κόκκινες της φωτιάς, όπως είνε της Φιλαινίδος. ΚΡΩΒ. Ναι, τέτοιο θα σου πάρω. Αλλ' άκουσε να σου δώσω και μερικές συμβουλές τι πρέπει να κάνης και πώς να φέρεσαι στους άνδρες. Ξέρεις, κόρη μου, ότι άλλο μέσον για να ζήσωμε δεν έχομεν.

Η σκούνα κυματόδαρτη, ανεμοπαρμένη εσπαρτάριζε σύγξυλη, ελάγκευε τρελή κ' έτρεχεν εμπρός να ξεφύγη τον κίνδυνο. Κατάπλωρα το Στρόμπολι αόρατο μέσα στο σκότος, ετίναζε κάθε λεφτό φλόγες θεόψηλες από τον ανήσυχον κρατήρα του, εξερνούσε πέτρες κόκκινες και λάβα που ερροβολούσε ποτάμι πύρινο κάτω κ' έβαφεν αίμα τα σκοτεινά νερά.