Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Και εκεί όπου με έβλεπε με προσοχήν, ήρχισε να χαμογελά, και είδα εις το πρόσωπόν του μίαν έκφρασιν, την οποίαν εις άλλο πρόσωπον δεν είχα ιδεί ποτέ μου. — Καλέ, τι είναι τούτο; είπε· είναι δραχμή του τόπου μου αυτή, καλή και γνησία!. Και την ετρύπησαν την πτωχήν και την καταφρονούν! Τι σύμπτωσις! θα την κρατήσω, να επιστρέψωμεν μαζή εις την πατρίδα.
Συλλογιζόμουνα τα σκληρά λόγια : «Κατηραμένη η γη ένεκα σού». Το αίστημα εκείνου που είχα και κείνου που έβλεπα μου είταν τόσο δυνατό, ώστε φοβόμουνα να μιλήσω, για να μην προδώσω τη συγκίνησή μου με δάκρυα. Και προσπαθούσα να κρατήσω κιόλας τους συλλογισμούς μου να μην πάρουν τη μορφή του λόγου, για να μη φανώ αιστηματικός στη γυναίκα μου. Τέλος πήρα τη Γραφή και την έβαλα στην άκρη.
Μεταφράζοντας επροσπάθησα να κρατήσω όσο μπορούσα περισσότερο το ύφος του συγγραφέα χωρίς να προδίνω και το νόημα. Και τούτο μ' έκανε πολλές φορές να μη προσέχω και στις ερμηνείες των ξένων εκδοτών.
Γι' αυτό ο μικρός αδερφός έπρεπε να περιμένη ως τα σήμερα το βιβλίο του. Τώρα και γω είμαι άλλος κι όλα γύρω μου είναι νέα. Ο μικρός βέβαια δεν ήξερε τι μου ζητούσε, όπως και γω δεν ήξερα τι υποσχέθηκα. Όμως ακούω μια φωνή, που με βιάζει να κρατήσω την υπόσχεσή μου. Ολάκερο το βιβλίο αυτό είναι βιβλίο του θανάτου κι όμως μου φαίνεται πως μιλεί περσότερο για ευτυχία παρά για δυστυχία.
Δεν εγνώρισα ως τώρα μεσ' στων γυναικών τη ράτσα από σένα πειό καπάτσα! ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Περιμένετε λιγάκι, κι' όταν την αρχή κρατήσω για συμβούλους θα σας πάρω και θα σας χειροτονήσω, όπου μεσ' στης φασαρίες της αρχής και στα δεινά, θα γενήτε παλληκάρια, που δεν γίνηκαν ξανά!
ΒΑΣΙΛΕΑΣ Πόσον καιρόν ευρίσκεται εις αυτήν την κατάστασιν; ΟΦΗΛΙΑ Ελπίζω ότι όλα θα διορθωθούν. Πρέπει να έχωμε υπο- μονήν· αλλά πώς να κρατήσω τα δάκρυα όταν συλλογί- ζωμαι ότι θα τον έβαλαν μέσα εις το κρύο χώμα; Ο αδελ- φός μου θα το μάθη.
Την πρώτη φορά είχα ειπεί ένδεκα· ύστερα, στη στιγμή, το μετάνοιωσα κ' είπα με τον εαυτό μου: «ας κρατήσω κ' ένα σβάντζικο, δεν ξέρω τι γίνεται». Μα ο αμαξάς είχεν ακούσει τα ένδεκα. Επάσκισα εγώ να το κρύψω, το ένα μέσ' την παλάμη μου, μα εκείνος το είδε. — Είπες ένδεκα, είπεν ο αμαξάς. Φέρ' τα εδώ και θα σε πάρω. — Δέκα, είπα εγώ. — Φέρ' το και τ' άλλο, επέμεινεν ο αμαξάς.
Έπειτα προσθέτει: Βασιληά, όταν εσκότωσα το δράκοντα και κατάκτησα την κόρη του Βασιληά της Ιρλανδίας, σε μένα την έδωκαν. Ήμουν κύριος να την κρατήσω, μα δεν το θέλησα. Την έφερα στον τόπο σας και σας τήνε παράδωσα. Μολαταύτα μόλις την πήρατε γυναίκα σας, οι προδότες σας έκαμαν να πιστέψετε τα ψέμματά τους. Απάνω στο θυμό σας, ωραίε θείε και κύριέ μου, θελήσατε να μας κάψετε χωρίς δίκη.
Και πάλιν σε φαντάζομαι, αγαπητέ Κρόνιε, να γελάς διά το τέλος του δράματος. Εγώ δε όταν τον ήκουσα να επικαλήται τα μητρικά πνεύματα δεν παρεξενεύθην πολύ. Αλλ' όταν επεκαλέσθη και τα πατρικά, δεν ηδυνήθην να κρατήσω τον γέλωτα, ενθυμηθείς τα λεχθέντα περί του φόνου του πατρός του.
Το βρήκα όλως διόλου φυσικό πως δεν μπορούσα να την κρατήσω στη ζωή εγώ μόνος. Έσκυψα τα κεφάλι κ' έκλαψα, έκλαψα πρώτη φορά για με τον ίδιον και για τη ζωή μου. Και δεν περίμενα τίποτες, δεν πίστευα τίποτες άλλο παρά πως θα περνούσαν τώρα ήσυχες κι ανίλεες οι μέρες ως τη στιγμή που έμελλε ναρθή. Και τέλος ο θάνατος θα ξέσκιζε όλα, για όσα έζησα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν