United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ερχόμενος το λοιπόν εις τον εαυτόν μου, τρέχω διά να έβγω, μα ευρίσκοντας τες πόρτες κλεισμένες, έμεινα ωσάν νεκρός· και εις αυτό το αναμεταξύ που εστοχαζόμουν πώς να έβγω, βλέπω μίαν Κυρίαν, και παραστένεται αιφνιδίως έμπροσθά μου, η οποία εφαίνονταν, με όλον που ήταν νύκτα, να ήτον ωραιοτάτη κόρη.

Του άπλωσε ένα νόμισμα, αλλά ο Έφις τον κοίταζε στα μάτια με τη ματιά ενός πιστού σκύλου και αναστέναζε χωρίς να προσβάλλεται. «Ντον Πρέντου, αφεντικό, πείτε μου νέα για τις κυράδες μου.» «Τις κυράδες σου; Μήπως τις βλέπει κανείς; Είναι κλεισμένες στη φωλιά τους σαν κουνάβια.» «Και ο Τζατσίντο;» «Τον είδα στο Νούορο, τον πειναλέο.

Αυτή καθώς επλησίαζεν εις τις θύρες που ήσαν κλεισμένες, έκαμνεν ένα σημείον, και άνοιγαν ευθύς, και εγώ την ακολουθούσα. Και αφού επέρασεν έξ θύρας του παλατίου, έφθασεν εις την θύραν του περιβολίου· ομοίως ανοίχθη και εκείνη, και αυτή εμβήκε μέσα.

Είναι αδύνατον, μου απεκρίθη εκείνη, να έβγης πλέον ταύτην την νύκτα, διότι όλες οι πόρτες είναι κλεισμένες μα πρέπει να ευχαριστήσης την τύχην σου, ότι χωρίς ετούτο δεν με ήθελες συναπαντήσει. Ω πόσον είμαι δυστυχής, εφώναξα, εγλύτωσα από τόσους κινδύνους, και πάλιν εμετάπεσα εις ένα χειρότερον, που μέλλω να χάσω την ζωήν μου χωρίς άλλο.

Σαν είχα φάγει τα κυδώνια, μου φάνηκε πως μου εκόπη κάπως η δίψα. Ύστερα πάλι εδίψασα χειρότερα. Σηκώθηκα, κ' εβγήκα έξω. Έκαμα ολίγα βήματα στο σοκάκι. Η γειτονιά έρημη. Ο κόσμος είχε φύγει. Αυλόπορτες κλεισμένες. Παράθυρα κλειδομανταλωμένα. Ψυχή δεν εφαίνετο πουθενά. Επήγα παραπέρ' ακόμα. Ήξευρα πως ήτον μια βρύσι κάπου εκεί. Έφτασα, με μεγάλη αδυναμία, με κομμένα γόνατα.

Αυτή ήξερε κάτι βασιλιάδες, που δεν μοιάζανε με τους άλλους τους δικούς μας, βασιλιάδες με πλούσια παράξενα ρούχα, που είχαν τα βασίλειά τους σε χώρες μακρυνές και όμορφες. Ήξερε βασιλοπούλες, που ήσαν κλεισμένες σε κρυσταλλένια παλάτια, μάγισσες με χρυσά δακτυλίδια, που παίρνανε τη ζωή του ανθρώπου, σαν τα φορούσε, και άλλες που είχαν πάλι μαγικές βέργες κι' ανάσταιναν τους πεθαμένους.

Απαραίτησέ με, σε παρακαλώ, του είπα εγώ αναστενάζοντας, και μη με βιάζης να πληρώσω την περιέργειάν σου, διότι δεν ημπορώ να σου δώσω την ευχαρίστησιν χωρίς να ξανοίξω τες πληγές μου, που διά την ώραν είνε κλεισμένες.

Να, τούτο δω είναι του Παναγιώτη Νικουσίου, του διερμηνέως, τον ξέρετε; Μου έδειξαν ένα σπίτι εκεί πάνω στο λόφο του Φαναριού, και μου είπαν πως είναι πολύ παλιό. Θα είναι μόλις τριακοσίων χρόνων. Μη νομίσετε πως τα παλαιότερας βυζαντινά σπίτια ήταν έτσι. Ζούσαν κλεισμένες οι γυναίκες, χειρότερα από τις Τούρκισσες· ένα δυο παράθυρα μικρά, και όλο το άλλο τοίχος.. ..»

Το αφεντικό μου, ο ντον Πρέντου, αδιαφορεί γι’ αυτό το κομμάτι γης: έχει τόσα άλλα κτήματα. Το μεγάλο, στο Μπάντε Σάλικε, εκείνο μάλιστα, δίνει παραγωγή. Τα φρούτα από ’δω το αφεντικό μου τα στέλνει πεσκέσι στις ξαδέλφες του, τις κυράδες σας, εκείνες όμως μένουν πάντα κλεισμένες μέσα όπως ο σκαντζόχοιρος στ’ αγκάθια του.