Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Μερικοί βλέπουνε στα βιβλία μου δυο τρεις τύπους που δεν τους παρατήρησαν ίδιοι τους στο λαόγιατί ποιος προσέχει στου λαού τη γλώσσα; — κ'έπειτα βγαίνουνε κι αποφασίζουνε πως ο λαός δεν το λέει! Το κάτω κάτω, δεν τους μέλει και πολύ, φτάνει να βρουν τίποτις, ό τι κι αν είναι, να κατηγορούνε. Θαρρώ πως πρέπει ξεναντίας να χαίρεται κανένας για ό τι καλό γράφεται.

Πώς μπορούμε μεις ν' αλλάξουμε τα θελήματά Του. — Σωστά ... — Να ξέρης, μωρέ γυναίκα, που ο Θεός βλέπει μακρύτερ' από μας· είπε ο γέρος αφίνοντας κάτω το πελέκι του. Άφηκε τόπο εύκαιρο για την Ελπίδα. Αν είχαμε κ' εμείς παιδιά, τι θα γινότανε το βρέφος. Αί ; όχι, σου λέει, πολλά. Ένα και καλό.

Γιατί μέσα στα ογδόντα χρόνια της η Δροσούλα δεν είδε μια καλήν ημέρα. Κι' αν είδε καμμιά, την εξέχασε. Δεν γνώρισε ποτέ της καλό, ούτε από αγίους ούτε από ανθρώπους. Γιατί; Κι' αυτή δεν μπορούσε να καταλάβη. Με τα τουλούμια έκαψε το λάδι στους αγίους και με τα καντάρια ταγιοκέρια. Και στους ανθρώπους ήτανε πάντα γλυκομίλητη, καλή και πονετικιά. Γι' αυτό δεν μπορούσε να καταλάβη την έχθρα τους.

Το αηδόνι πήδησε πάλι στο ψηλό του κλαδί και σώπασε. Όταν ήρθε η αυγούλα, η όμορφη χήρα ήτανε ακόμα ξαπλωμένη στη ρίζα του κυπαρισσιού. Και δεν ξύπνησε πια. Ανοίξανε ένα λάκκο δίπλα στον άλλο και τη βάλανε να κοιμηθή κοντά στον καλό της. Το ψηλό κυπαρίσσι σαλεύει λυπητερά πάνω στα ζευγαρωτά τα μνήματα.

Αίφνης, ωσανεί τα καταλειβόμενα δάκρυα του παιδός μετέδωκαν εσχάτην τινά θέρμην εις την αποψυχομένην καρδίαν της, το βλέμμα της ανεζωογονήθη, και η νεκρουμένη χειρ αυτής έσφιγξεν ισχυρώς την μικράν χείρα του ορφανού. — Καλότο! είπεν ασθενώς· καλότο! Και λαβούσα υπό το προσκεφάλαιόν της μικράν δέσμην παλαιών και κιτρινισμένων χαρτίων, τυλιγμένων εις μελανήν μετάξινην κλωστήν.

Έτσι όλη μέρα τρώγανε ώστε να πέσει ο Ήλιος, και τάχανε όλα όσα ζητάει καλό 'να φαγοπότι, λαγούτο θες πεντάμορφο που το βαρούσε ο Φοίβος, θες Μούσες που τραγούδιζαν με χάρη αράδα αράδα.

Σκηνή: Η βιβλιοθήκη ενός σπιτιού στο Piccadilly, που βλέπει το Green Park. ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Τι βιβλίο είναι; Α! το είδα. Δεν το διάβασα όμως ακόμα. Είναι καλό; ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Να, εκεί που έπαιζες εσύ πιάνο, το ξεφύλλισα διασκεδάζοντας, αν και κατά κανόνα δεν μ' αρέσουν τα νεώτερα βιβλία αναμνήσεων.

Βρήκε λοιπόν η κακορρίζικη ζούλια των Εθνικών προστάτη και σύμμαχό της την πιο κακορρίζικη πολιτική τω Ρωμαίων, κι άναψε αμέσως η φοβερή η φωτιά, άρχισαν οι μεγάλοι κατατρεγμοί. Είχε ο Νέρωνας, είναι αλήθεια, δοσμένο το καλό παράδειγμα από τα 64 μ. Χ., τότες που φόρτωσε στη ράχη τω χριστιανών τη μεγάλη φωτιά της Ρώμης, που ο ίδιος την έβαλε.

Κι όταν πια ετέλειωσαν αυτά με το καλό, ελούστηκαν, εφάγανε μ' όρεξη, τριγυρνούσανε ζητώντας πωρικά γουρμασμένα· κ' ήταν πλήθος απ' αυτά εξ αιτίας της εποχής· πολλά γκόρτσα, πολλά αχλάδια, πολλά μήλα, άλλα πεσμένα πια κάτω κι άλλα ακόμη επάνω στα δέντρα. Τα πεσμένα στη γις ήταν πιο μυρουδάτα· κι όσα ήτανε στα κλαδιά πιο ομορφόχρωμα· εκείνα μοσκοβολούσανε σαν κρασί και τούτα ελάμπανε σαν χρυσάφι.

Διά της μιας αυτού χειρός κρατεί ράβδον χονδράν, διά της άλλης δε αναλικνίζει από των τεσσάρων του άκρων μανδήλιον ρυπαρόν, εις ου το βάθος κροταλίζουσιν ολίγα κέρματα. — Καλότα χαίρεστε, κυρά! λέγει ο νέηλυς, βλέπων εστρωμένην την τράπεζαν. Ο θεός να σας τα πληθαίνη! Το μάθαμε δα κάτωτο παζάρι όλοι μας, και το καταχαρήκαμε, μάρτυς μου ο Θεός!

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν