Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


Ότε δε την εσπέραν επέστρεφεν οίκαδε ο ημερόβιος εργάτης, άλλοτε πεζός και άλλοτε σοβαρώς κεντρίζων τον όνον του, και ηνοίγετο προ αυτού η θύρα του οικίσκου, χωρίς καν εκείνος να την ωθήση, αλαλαγμός χαρμόσυνος ηγείρετο από της αυλής, και πάσα παιδιά κατελείπετο εις το μέσον, και όλος των παικτόρων ο εσμός, μικρών και μεγάλων, εκρεμάτο βοτρυδόν από των φορεμάτων του πατρός.

Ο βαστάζος εθαύμασε πόθεν τούτο· οι πλούσιοι δεν έχουν τοιούτον ελάττωμα να καλούν εις την τράπεζάν τους τους πτωχούς και ποταπούς, καθώς είμαι εγώ ένας πτωχός βαστάζος, που οι πλούσιοι δεν καταδέχονται καν να με χαιρετήσουν, όταν εγώ τους προσκυνώ έως εις την γην· ας υπάγω όμως να ιδώ τι είνε τούτο το παράδοξον έργον του πλουσίου· και εάν ο υπηρέτης αυτός με εγέλασε, μα το όνομα του Προφήτου θέλω εκδικηθή εναντίον του.

Και επειδή ο φούρνος έκαιε πλέον κανονικώς, η Μιλάχρω εκάθησεν επί της λοξής και χωλής παγκιέτας να ξεκουρασθή ολίγον, σπογγίζουσα το μέτωπόν της και συμμαζεύουσα τον πεσόντα κεφαλόδεσμόν της. Και χωρίς ούτε ν' ατενίση καν προς τας αναμενούσας γυναίκας είπε: — Γλέππώς το τρώνε το ψωμί; Ύστερα σου φωνάζουνε κιόλα!

ΚΑΝ. Γυιέμ τι δετόρος; τι κακαλός; αμ' τι χρυσός; ΓΑΡ. Ούλη την έπειε τη ρακή.. ι......Στοχιά του. ΚΑΝ....................Ας ην με την υγιά του. ΓΑΡ. Στάλα ρακή δε μ' άφηκε, το σβούριξε ως τον πάτο, εν ψύχα και πολυλογάς. ΚΑΝ. Σώπα και στέκει κάτω· θυμάσαι τι παράγγειλε πάσ' ένα τ' όνομά του; γιατ' άλλα τ' άπε φράντζικα κ' άλλα περί γραμμάτου.

Έκραζε την παιδίσκην να την σκεπάση με το σινδόνιον, αλλά χωρίς αύτη να την εγγίση καν, η γερόντισσα έβαλλε τοιαύτην ωρυγήν, ώστε η μικρά κατετρόμαζεν. Ο καπετάν Κομνιανός έλειπε με το γολεττί, κ' επεριμένετο να έλθη. Είχε μαζύ του με το γολεττί και τον πρωτότοκον υιόν του, τον Γεώργην, δωδεκαετή παίδα.

Η Γερακούλα, αν και αι αναμνήσεις της από της θαλάσσης ήσαν τόσον πικραί, με χαράν ωσαύτως το ήκουσε το χαρμόσυνον άγγελμα, θεωρήσασα τούτο ως άνωθεν προωρισμένον υπό της θείας προνοίας, δεν εσυλλογίσθη καν τας θλίψεις και την αβεβαιότητα του θαλασσινού βίου. Άλλως, τι εν τω κόσμω είνε βεβαιότερον;

Όπως θέλεις την ανοίγεις· και ήτε μείνης, ήτε φύγης, πώς να σου εναντιοθώ; Παρηγόρα με καν σ' ένα, τον πιστό σου δούλο εμένα, που θερμότατα ποθώ. Όρκον Έρωτα σου κάνω, στης σαγίταις σου απάνω, όρκο μέγαν και φριχτό, Υποφέρω κάθε άλλη τυραννία σου μεγάλη, και ποτέ να μη κλαυτώ.

Ντσόγια μου, άφσ' τον κρητικό· κάμε τ' αμόρ μ' εμένα. ΚΑΝ. Ποτές δεν καταπιάνομε, φράγκο εγώ με σένα. Εκείνον είπες γέροντα κι' εσύ είσαι πγιο γέρος.

Είπε, κ' εγώ του απάντησα• «τούτα όλα, ω Τειρεσία, τ' αποφάσισαν οι θεοί• πλην τώρα δίδαξέ με να μάθω αυτό 'που σ' ερωτώ• 'κεί πέρα της μητρός μου 140 την ψυχή βλέπω, και βουβή μένει σιμάτο αίμα, και τον υιόν της δεν τολμάτα μάτια να κυττάξη, ούτε καν λόγο να του ειπή• συ, κύριε, δίδαξέ με αυτή πώς θ' αναγνώριζεν εμένα ότ' είμ' εκείνος».

ΑΣΤ. Γλέπεις μουρέ το διάολο αμόρ' οπού του έχει; Το δάκρυ απ' τα μάτγια τζη σαν το ποτάμι τρέχει. Γλέπεις γιαμά σεσιμπιλτά αμόρ δε πρίμα κλάσε Τέτοια αμορόζα ν' άχες μια φελίτζες ήθες ν' άσαι. Τούττο μίο ποσίμπιλε κάμω το παν τζη τάζω, Να γένω αμορόζος τζη.. θα γένω.. νον ζε κάζο. Κανέλα, Κρης και Γαρούφω. ΚΑΝ. Λιγώθηκα μανούλα μου νερό δο μου λιγάκι.

Λέξη Της Ημέρας

θεληματικόν

Άλλοι Ψάχνουν