Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Σήμερα, ξεχνώντας όλα αυτά θα ανεχτούμε το θάνατό σου;» Οι θρήνοι, η κραυγές, περνούν όλη την πολιτεία. Όλοι τρέχουνε στο παλάτι. Αλλά ο θυμός του Βασιληά είναι τέτοιος που κανείς βαρώνος — όσο δυνατός και νάναι κι' όσο αγέρωχος — δεν τολμά να πη κουβέντα για να τον μαλακώση. Η μέρα πλησιάζει. Φεύγει η νύχτα.
Ώρα των θρήνων, διατί να έλθης, την χαράν μας να την σκοτώσης; διατί; Παιδάκι μου, παιδί μου! όχι παιδί, — ψυχή μου συ! Νεκράν, νεκράν σε βλέπω. Κάθε χαρά μου θα ταφή, ω κόρη μου, μαζή σου! ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Φθάνουν οι τόσοι οδυρμοί. Είν' εντροπή σας! Φθάνει! Δεν διορθόνουν το κακόν οι οδυρμοί κ' οι θρήνοι.
Μοιρολογούν γυναίκες επί νεκρώ, κ' εξαίφνης αι ίδιαι καγχάζουν ως αι Βάκχαι. Τώρα αλαλάζουν τούρκοι εν εφόδω, τώρα ψαλμωδούν ψάλται κηδεύοντες. Από τα σκολιά εξάρτια, από τα υψηλά παταράτσα, από τα χιαστώς συμπλεκόμενα μαντάρια, πανταχόθεν αντηχούσιν οι θρήνοι και οι γέλωτες, ταχύπτεροι του μελτεμίου απόστολοι, το οποίον κατόπιν των να το, αφρίζει, ωρύεται, μυκάται.
Αυτά 'πα, και η καρδία τους 'ς τα λόγια μου ερραΐσθη, και αυτού καθίσαν, έκλαιαν• ανέσπααν τα μαλλιά τους, αλλ' όφελος δεν έφερναν τα κλάμματα και οι θρήνοι.
Πλην τι ωφέλουν πλέον οι θρήνοι; Μάτην επότισε και πάλιν διά των δακρύων της τους αυχμηρούς εκείνους βράχους, όπου την είχεν εγκαταλείψει άλλοτε η πατρική αστοργία και την ηύρεν η περιπαθεστάτη αγάπη· μάτην αντήχησαν τους ολογυγμούς αυτής οι μυχοί του δάσους.
Κι' εκείνος τ' όπλο αφίνει αφτού στον όχτο πλαγιασμένο μες στις μυρχιές, και σα στοιχιό με το σπαθί μονάχα πηδάει στο ρέμα — κι' έβαλε κακούς σκοπούς στο νου του — λιανίζοντας δεξά ζερβά, και βογγητά και θρήνοι 20 όλο άπαφτα ακουγόντουσαν που πάντα τους χτυπούσε με το σπαθί, και το νερό κοκκίνιζε απ' το αίμας.
Πολλαί μητέρες ανεζήτουν εις μάτην τα τέκνα των. Αι δε σκληραί του παρελθόντος αναμνήσεις, και οι θρήνοι επί τη σφαγή ή τη αιχμαλωσία όντων προσφιλών, και ο εκπατρισμός, και η περί του μέλλοντος αβεβαιότης, και η σπάνις του επιουσίου άρτου, απετέλουν φρικτήν την εποχήν εκείνην της συμφοράς.
Όπου χαραίς γελοκοπούν, κλάματα εκεί και θρήνοι, λύπη σκιρτά, χαρά πονεί, ως αφορμή την κλίνει Δεν είναι ο κόσμος άφθαρτος· όθεν ας μη θαυμάζη κανείς αν με την τύχην μας κ' η αγάπη μας αλλάζει, ότ' είναι ακόμη αμφίβολον η αγάπη αν οδηγάει την τύχην, ή την τύχην αν η αγάπη ακολουθάει. Έπεσε ο μέγας και όλοι ευθύς οι φίλοι τον αφίνουν, πτωχός ανέβ', οι πριν εχθροί το γόνα εμπρός του κλίνουν.
ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Στεναγμοί ακούσθηκαν και θρήνοι; Ακούσατε καμμιά φωνή σπαρακτική να βγαίνη ή να χτυπούν τα χέρια των εις το παλάτι μέσα, όπως συμβαίνει πάντοτε, όταν κανείς πεθαίνη; Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Ούτ' ένας δούλος φαίνεται στη θύρα του. Ω, είθε να εφαινόσουν, συ, ω Παιάν, αλλού να μεταστρέψης της συμφοράς τα κύματα. Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Μα αν είχε πια πεθάνει, γιατί αυτή η σιωπή;
Αλλ' επειδή οι θρήνοι δεν κατέπαυον, πάλιν ο δήμαρχος παρήγγειλε «της παλαβής» να ησυχάση. Απαρηγόρητος, κλαίουσα θλίψις! Κλείσθητι καλλίτερον εις τας βαθυτέρας της καρδίας κρύπτας. Δεν έχεις το δικαίωμα να διακόπτης την χαράν των άλλων! Εβράδυασεν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν