United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανθρώπινος πους σπανίως επάτει εκεί. Μόνον όταν απεπλανάτο ή «εβραχώνετο» καμμία γίδα, τότε κανείς βοσκός ερριψοκινδύνευε ν' ανέλθη προς την άβατον εκείνην σκοπιάν. Η Φραγκογιαννού ανεκάλυψε μικρόν σπήλαιον, όλον ανοικτόν εις την θέαν του πελάγους, το οποίον ήτο το κυρίως Κοχύλι, κ' εκάθησεν ανέτως εις την χιβάδα εκείνην. Ήτο σχεδόν βεβαία ότι οι διώκται της δεν θα την έφθανον εκεί.

Πρωίαν δε τινα, ενώ ο ετοιμοθάνατος ήδη τεχνίτης απεχαιρέτα δι' εσχάτου βλέμματος την θεάν, το θαύμα συνετελέσθη, το μάρμαρον εκινήθη, κατέβη εκ του βάθρου η Αφροδίτη και αναρτήσασα εις τον τράχηλον του γλύπτου περιδέραιον λευκών βραχιόνων εψιθύρισεν εις το ωτίον του: «Ζήσε Πυγμαλίων

Και ως φθάσαμε κατάγιαλα προς το γοργό καράβι, δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι, 570το πλοίον ήλθε κ' έδεσεν η Κίρκη ένα κριάρι και προβατίνα ολόμαυρη, κ' εύκολ' απ' έμπροσθέν μας εδιάβηκεν αγνώριστη• ποιος δύναται να βλέπη θεάν, αν εις τον δρόμο του να φαίνεται δεν θέλει; Ραψωδία Λ

Πώς εσύ μπορείς να κοιμηθής ήσυχος; Η κραυγή των απεράντων αγωνιών με εμποδίζει ν' αναπαυθώ. Είναι πολύ, δεν ημπορώ να υποφέρω αυτήν την θέαν. Σήκω! Έλα μαζί μου εις την νύκτα έξω και άφησέ με να σου αποκαλύψω τους τάφους. Δεν είναι αυτό ένα δυσάρεστον θέαμα; Ιδέ! Παρετήρησα.

Περί δε του κυανού της θαλάσσης, της πορφύρας της Δύσεως, των λευκών μιναρέδων και των μαύρων κυπαρίσσων δεν δύναμαι να είπω τίποτε, διά τον λόγον ότι την θέαν αυτών μου απέκρυπταν αι ράχεις, τα ομπρελάκια, τα σαρίκια, οι ατζέμικοι σκούφοι και τα υψηλά καπέλα των συνεπιβατών μου.

Είπε και την πολεμάρχον θεάν είχε νοήσει. 210 και αλλούθε της εκραύγαζαντο μέγαρο οι μνηστήρες· ο Αγέλαος την ωνείδισε, Δαμαστορίδης, πρώτος· «Μέντορα, μη καταπεισθήςτα λόγια του Οδυσσέα, βοηθός εκείνου πόλεμον να κάμης των μνηστήρων· ότι από τώρα η γνώμη μας το εξής αποφασίζει· 215 κείνους τους δύο, τον υιόν ομού και τον πατέρα, αφού φονεύσουμε, και συ θα πέσης, όπως κείνα, 'που εδώ να πράξης βούλεσαι, πλερώσ' η κεφαλή σου. και αφού σας αφαιρέσουμε την ζήσι με το ξίφος, όσ' έχεις μες το σπίτι σου και όσ' έξω, αυτά με κείνα 220 του Οδυσσέα θα ενωθούν και μες τα μέγαρά σου δεν θέλει αφήσουμε να ζουν τ' αγόρια σου κ' η κόραις, ουδ' η γυνή σου να γυρνάτην πόλι της Ιθάκης».

Ο Βινίκιος ηθέλησε να τρέξη εις προϋπάντησίν της, αλλ' εις την θέαν της μορφής εκείνης της τόσον αγαπητής, η ευτυχία παρέλυσε τας δυνάμεις του και έμεινεν ακίνητος με καρδίαν πάλλουσαν μέχρι διαρρήξεως και συγκεκινημένος πολύ περισσότερον Ή όσον ήτο όταν ήκουσε δια πρώτην φοράν τα βέλη των Πάρθων να συρίζουν εις τα ώτα του.

Η δε Λαδίκη εξεπλήρωσε την ευχήν της προς την θεάν, διέταξε να κατασκευάσωσι το άγαλμα και το έπεμψεν εις την Κυρήνην όπου και εσώζετο μέχρι των ημερών μου και ήτο εστημένον έξω της πόλεως. Ταύτην την Λαδίκην, όταν ο Καμβύσης εγένετο κύριος της Αιγύπτου και έμαθε παρά τη ιδίας ποία ήτο, την έπεμψεν αβλαβή εις την Κυρήνην.

Όταν τον έβλεπεν ο Γιάννης, τότε ησθάνετο άκραν ευθυμίαν, κ' ενετρύφα εις την θέαν του. Ο Ιωακείμ ίστατο εις την άλλην γωνίαν του Τέμπλου δεξιά και συνήθως του έδιδον οι ψάλται να διαβάση το ψαλτήρι. Ο Γιάννης δεν εχόρταινε να τον κυττάζη, κ' εγέλα, εγέλα με ηδονήν άρρητον. Και όταν δεν ήτο πανηγύρι ο Γιάννης με το γαϊδουράκι έτρεχε συνήθως εις την εξοχήν.

Μα όχι! στου Διός θα ορκισθώ το θρόνο τον πολύαστρο, κι ακόμα στην Αθηνά, των βράχων μου θεάν, μα και στο ακρογιάλι το ιερό του Τρίτωνος της λίμνης, πως θα κάνω το σφάλμα μου γνωστό, να ελαφρώσω τα στήθηα μου από το βάρος τους αυτό.