Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


Τι θα κάνης; Ψαράς θα γίνης να μαζεύης πεταλίδες, για περαματζής, να σε τρώη ο ήλιος κι' ο χειμώνας; Να γίνης παπάς, να σε σέβεται και να σε προσκυνά ο κόσμος. Τον κατάφεραν. Από μικρό παιδί στις εκκλησίες, γραμματισμένος, κανονάρχος, θρήσκος, ήξερε την τάξη της Εκκλησίας καλύτερα από τους ιερωμένους. Μια Κυριακή τον χειροτόνησε ο Δεσπότης διάκο, σε λίγο τον έκανε και παπά. Κι' άφησε τη θάλασσα.

Έτσι πηγαίνοντας ανταμώνουν τους αντιπάλους, καλοκαίρι του 323, και τους σπρώχνουν ως στο Βυζάντιο. Σύγκαιρα ξεκινάει κι ο Κρίσπος από τον Πειραιά, χτυπάει το στόλο του Λικινίου στα Δαρδανέλλια, και παρουσιάζεται στα πρόθυρα του Βυζαντίου. Ο Λικίνιος, στενοχωρημένος από στεριά κι από θάλασσα, σηκώνεται και περνάει αντικρύ, στη Χρυσόπολη.

ΑΝΤΩΝ. Ο λόγος του αξίζει περισσότερο από τη λύρα τη θαυματουργή! ΣΕΒΑΣΤ. Αυτός εσήκωσε όχι τα τείχη μοναχά, αλλά και τα σπίτια. ΑΝΤΩΝ. Ποιό άλλο πράμμα από τα αδύνατα θέλει του φανή πάλι εύκολο; ΣΕΒΑΣΤ. Μετακομίζει σπίτι του, θαρρώ, τούτο το νησί, στην τσέπη του, και το χαρίζει μήλο του παιδιού του. ΑΝΤΩΝ. Και σπέρνοντας στη θάλασσα τους σπόρους του βγάνει όξω και άλλα νησιά. ΓΟΝΖ. Πώς;

Τι να τα κάνη τα πανιά που τα χέρια του δε θα μπορούσαν να τα σηκώσουν; Τι να τα κάνη τα κουπιά; Και τι το σπαθί; Όπως οι ναυτικοί, στα μεγάλα ταξίδια, ρίχνουν από το κατάστρωμα στη θάλασσα το πτώμα κάποιου παληού τους συντρόφου, έτσι και ο Γκορνεβάλης, με τρεμουλιαστά χέρια, έσπρωξε προς το πέλαγος τη βάρκα που ήτανε κατάκοιτος μέσα ο αγαπημένος του γυιός· και η θάλασσα τον επήρε και τον τράβηξε.

Η ημέρα ήτο οπόθερμος, η θάλασσα ακύμων, ο ήλιος έλαμπεν όπισθεν νεφών γαλακτοχρόων, ως το πρόσωπον νέας Τουρκίσσης υπό τας πτυχάς του γ ι α σ μ α κ ί ο υ, και λευκοί γερανοί εταξείδευον κακείνοι εις τον ουρανόν.

Μα η Άσπρη θάλασσα είνε απέραντη. Αρχίζει από το Γιβραλτάρι, και φτάνει στη Συρία. Σε ποιο μέρος της Άσπρης ήταν αυτός; Άρχισαν οι νησιώτες άντρες και γυναίκες, θαλασσινοί απόμαχοι και γυναίκες γλωσσοκοπάνες να δαιμονίζονται. Με τη φαντασία εψαχούλεψαν κάθε νησί της, κάθε χωριό, κάθε συνοικία· έπιαναν κάθε ξενοπάτη και τον εξέταζαν: — Μπρε καλέ μου, μπρε άρχοντα!

Τα βουνά απέναντι και στο βάθος της κοιλάδας έμοιαζαν με ηφαίστεια: σύννεφα καπνού αυλακωμένα από ωχρές φλόγες κι έπειτα πίδακες γαλαζωπής λάβας και στήλες φωτιάς ανέβαιναν πέρα μακριά, από τη θάλασσα.

Μου έδωσε το γράμμα και δε θέλησα να το διαβάσω, να μη θαρρή πως δεν την πιστέβω· εκείνη να μου πη τι είχε μέσα. Με κοίταξε και με πήρε από το χέρι κι ανεβήκαμε λιγάκι, και πήγαμε να καθήσουμε εκεί απάνω, στη θάλασσα μπροστά. Καθήσαμε στην ίδια θέση που την είχα φιλημένη πρώτη φορά. Έλεγε σε δυο ώρες να βραδυάση κι αργοπορούσε. Άστραφτε το καλοκαίρι.

Και ούτω θα εξηκολούθει να διάγη τας τελευταίας ημέρας του ο γηραιός θαλάσσιος λύκος, εωσότου θα ήρχετο ίσως ημέρα, καθ' ην η θάλασσα, το μέγιστον τούτο θηρίον, το οποίον επιμόνως προεκάλει, θα τον ανέρριπτεν εξεγειρομένη από των κόλπων της έως το στερέωμα, ως λέγει ο Βάυρων, και θα τον έπεμπεν ολολύζοντα εις τους θεούς του, απορρίπτουσα αυτόν οπίσω εις την γην. «Εκεί ας κείται! — There let him lay»

Εάν δε εις την πόλιν γεννηθή κανείς από μεγάλην ή μικράν οικογένειαν, ή αν εις κανένα συμβή δυστύχημα εξ αιτίας των προγόνων του, είτε άνδρες είναι είτε γυναίκες, περισσότερον το αγνοούν αυτό, παρά πόσας σταγόνας έχει η θάλασσα. Και ύστερα από όλα αυτά δεν γνωρίζουν ακόμη και ότι δεν τα γνωρίζουν.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν