Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025
— Χάρισμά σου! της είπε ο Παύλος. Κι' απ' τη στιγμήν εκείνη δεν είδε τίποτε άλλο στον κόσμο απ' την Παυλίνα, ούτε τον ουρανό, ούτε τη θάλασσα, ούτε τάστρα, ούτε τα λουλούδια, γιατί όλα τα ζήλευε η Παυλίνα. Έν' άλλο πρωί, γέρνοντας στην αγκαλιά του, του είπε πάλι: — Δος μου το νου σου και τα συλλογικά σου, Παύλο. Να τάχω δικά μου και μόνο δικά μου.
Ένα πρωί μια ψαρόβαρκα τον είδε να ταξιδεύη κατά την μπούκα του λιμανιού, μπρούμυτα απάνω στη θάλασσα, με το πρόσωπο βουτηγμένο στο κύμα και τα μεγάλα του άσπρα μαλλιά ανακατωμένα με τους αφρούς.
Ποιος είδε κάμπους αθεόρατους, κάμπους μέσα στη μέση του βουνού; Στα βουνά της Αξιάς θα διής κάμπους δεντροφορεμένους και θαπορήσης όσο θαπορούσες, αν έβλεπες άξαφνα θάλασσα ψηλά μέσα στη μέση του νησιού. Θα μάθης τόνομα κάθε βουνού, το Καναβάρι, το Σταβρομενίτη, τη Βουκολόμαντρα, τον Καλυβά, τη Μονόπετρα, το Παχύ Γκρεμνάρι, τον Ανεμόμυλο και τον Καρκό.
Έχει πονοκέφαλο.» «Α, πρέπει να την πείσουμε να βγαίνει, να πάρει λίγο αέρα.» «Αυτό σκέφτομαι κι εγώ, αλλά πού να πάει;» Ο ντον Πρέντου κοίταζε κάτω, προς το ποτάμι. Το πρόσωπό του φαινόταν διαφορετικό, έμοιαζε σχεδόν όμορφο, θλιμμένο και αφηρημένο, όπως εκείνο του ανεψιού του. «Μπορεί να πάει, λέω, κάπου∙ στο Μπάντε Σάλικε, στο κτήμα μου κοντά στη θάλασσα. Υπάρχουν εκεί ακόμη άσπρα σταφύλια….»
Μα εσύ, σε φαντάζουμαι και κοιτάζεις ακόμ' αλλού, όχι κατά τη θάλασσα πια, μόνο στα σπαρμέν' αυτά τα χωράφια που απλώνουνται μπρος μας, με βώλους τρανούς σα βράχους στημένους εδώ και κει, ως κοντά στακρογιάλι. Κοιτάζεις, σα να το θαμάζεσαι τι να είναι αυτοί οι βώλοι.
Στερηά και θάλασσα ένα πράμα είνε. Κ' η στερηά χειρότερη απ' τη θάλασσα. Η Ουρανίτσα δεν ξαναμίλησε. Σηκώθηκε πεισματικά κ' έφυγε χωρίς να πη καληνύχτα. Ο γέρος ούτε πήρε χαμπάρι. Του φάνηκε πως τον καληνύχτησε. — Καληνύχτα! Σύρε να ησυχάσης. Εγώ κάθομαι και μοναχός μου. Μη σκοτίζεσαι για μένα. Ο Γιαννιός δεν πνίγηκε και σ' αυτό το ταξίδι. — Έτσι πνίγονται οι άνθρωποι; έλεγε ο καπετάν Λαλεχός.
Η χαρά του όμως έσβησε αμέσως, ξαφνικά, όπως είχε ανάψει και ξαναβρέθηκε στην έρημό του, στη θάλασσά του, στο μυστηριώδες και τρομερό ταξίδι του προς τη θεία τιμωρία.
Θυμάσαι ; Το λεωφορείο μας πήγαινε κλονίζοντάς μας βαρειά με τους μεγάλους του βαλλισμούς. Ήταν συννεφιά, το πλήθος έτρεχε χωρίς να σταματήση πουθενά, καταδικασμένο σε κίνησιν αιώνια, σε ωμμορφιά και σε καταστροφή, όπως η θάλασσα. Κι' άξαφνα στο δρόμο πέρασαν τα κορίτσια των δώδεκα χρονών πηγαίνοντας ν' ανθίσουν μέσα στο λίθινο δάσος μιας γοτθικής εκκλησίας. Θα κοινωνούσαν. Ήταν ολάσπρα.
Όταν τόνοιωσαν οι Μεθυμνιώτες, άλλοι έτρεχαν κατά τη θάλασσα κι άλλοι εμάζευαν τα σκυλιά· κ' εφώναζαν όλοι μαζί για ν' ακούσουν όλοι από τα κοντινά χτήματα και συναχτούν εκεί. Μα κανένα όφελος· επειδή, καθώς δυνάμονεν ο άνεμος, το καΐκι σέρνονταν από το ρεύμα μ' ακράτητη γληγοράδα.
Τα ήσυχα νερά εσκέπασαν αδιάφορα το σωματάκι του παιδιού. Ενώ δε στην διώρυγα μόνη η γόνδολά μου βρίσκονταν, έξαφνα απ' όλες της μεριές φάνηκαν πολλοί άνθρωποι και με παλληκαριά πέφτοντας μέσ' το ρεύμα άρχισαν να ζητούν το μικρό αγγελούδι. Μα η θάλασσα το είχε σκεπάσει και ο κόπος τους πήγαινε άδικα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν