Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Σεπτεμβρίου 2025


Μοιάζει με τον μακαρίτη Βαρόνο….» «Με ποιόν; Με τον πεθαμένο Βαρόνο που ζει ακόμη μέσα στο κάστρο;» Η ντόνα Ρουθ όμως έφερε το δείχτη στο στόμα: δεν έπρεπε να μιλούν για πεθαμένους στο πανηγύρι. «Ποιο φάντασμα! Είναι ζωντανός και τα χέρια του δεν βρίσκουν ησυχία, έτσι δεν είναι, Γκριζέντα; Ποιος; Μα ο ντον Τζατσίντο

Αν επιστρέψω ζωντανός, θα σε παρηγορήσω. ΓΛΟΣΤ. Να σ' ευλογήσουν οι θεοί! Καλέ μου γέρε, φύγε! Δος μου το χέρι σου! Ο Ληρ κατεστραμμένος είναι! Κ' εκείνος και η κόρη του αιχμάλωτοι κ' οι δύο.! Ω! σήκω, δος το χέρι σου! ΓΛΟΣΤ. Όχι. Εδώ θα μείνω. Μήπως κ' εδώ δεν ημπορεί κανένας να σαπίση; ΕΔΓ. Ο νους σου πάλιν ς' το κακόν!

Μα πάλι να μη ζη κανείς, ποτέ να μην πεινά, και άσπλαγχνα να τρώγεται υπό την κρύαν πλάκα, να μη γνωρίζη τις και πώς το έθνος κυβερνά, και ποιος θα έλθη βουλευτής από την Καλαμπάκα; Εν όσω είσαι ζωντανός, ναι μεν θα υποφέρης, μα της ζωής την ανοστιά τουλάχιστον την ξέρεις.

Στην αρχή, ίσως με σκοπό να μας κοροϊδέψη, μας έκλεψε κάμποσους προγόνους, έβαλε και τον Αλέξαντρο μέσα. Μα ύστερα, σαν κατέβηκε ο άλλος ο ζωντανός ο Αλέξαντρος, και με μια γερή σκουντιά τονε ξύπνησε, έβαλε ο Στόικος στο ράφι τα παραμύθια, κι άρχισε τη δουλειά του.

Είναι φοβερό ν’ ακούση κανείς, πως γίνεται αυτό το κηρί! Εκείνος, που έχει ανάγκη από τέτοιο κηρί, πηγαίνει και ξεκοιλιάζει έναν άνθρωπο, του αρπάζει την ξυγγοπάνα, που σκεπάζει τα εσωτικά του και φεύγει. Αλλά για να είναι χρήσιμη αυτή η ξυγγοπάνα, πρέπει ο άνθρωπος που την είχε, να είταν ζωντανός την ώρα, που ο φονιάς την τραβούσε από μέσα.

Είπανε πως έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε. Άλλος είπε πως τον πήρανε οι Νεράιδες. Άλλος πως ήτανε κρυμμένος μέσα στη μεγάλη σπηλιά του βουνού και τη νύκτα έβγαινε σαν το αγρίμι και μάζευε άγρια χορτάρια, για τροφή του. Και πάλι άλλος είπε πως τον είδε να σκάβη με τα νύχια του το χώμα στην κορφή ενός βουνού. Έκανε ένα μεγάλο λάκκο και θάφτηκε μέσα ζωντανός.

Λεβέντη, η περηφάνεια σου, το φτερωτό σου μάτι Σε λεν παιδί της Ρούμελης... Σ' είσ' ο Θανάσης Διάκος; — Και πώς επιάστης ζωντανός; — Δέκα χιλιάδαις κ' ένας. Ο Χάρος μ' απαρνήθηκε και το στερνό μου βόλι, Όπου το φύλαγα για με, σας τώδωκα κ' εκείνο. — Αν έπεφτατα χέρια σου τ' ήθες με κάμει, Διάκε; — Θα σου φορούσα τάρματα να ματωθούμε πάλε. — Μην αγριεύεσαι μ' εμέ.

Μόνο πρέπει να ανασκουμπωθούν αυτοί, να παραβλέψουν τις ψιλοκοπιές που τους χωρίζουν, να τινάξουν την τεμπελιά από πάνω τους, να ενωθούν να θεωρήσουν κ ο ι ν ων ι κ ό ζ ή τ η μ α σ ο β αρ ό το ζήτημα της γλώσσας που θα μεταχειρίζεται, στο εξής το έθνος στα σκολειά του και παντού, να προσπαθήσουν με κάθε τρόπο να αφανίσουν τη σχεδόν τραγική επιρροή των γραμματισμένων, και να ξαναδώσουν στον Έλληνα την καθαρή συνείδηση πως ο εαυτός του είναι πάλι καλλίτερος από κάθε πεθαμένο πρόγονο, όσο μεγάλος και να είναι, αφού το λέει μάλιστα και ο Εκκλησιαστής: «κάλλιο σκύλος ζωντανός, παρά νεκρό λιοντάρι»!

Και δίπλα εκεί να ιδής, καλέ μου φίλε, καπετάνιε μου, επάνω εις ένα καναπέ ολόχρυσον ωσάν εις ένα θρόνον τον Άγιον Βασιλέα, οπού κοιμάται, και με τους ανασσασμούς του κονταναιβαίνει το στήθος του, σαν όταν κοιμάται ένας ζωντανός. Φορεί το στέμμα και κρατεί το σκήπτρον του ωχρός σαν πεθαμένος, πλην μαλακά τα μέλη του σαν ζωντανός . . .

Διότι φαίνεται ότι υπάρχει και διά τον αποθαμένον κάποιον κακόν και αγαθόν, αφού υπάρχει και δι' εκείνον όστις είναι μεν ζωντανός, αλλά δεν αισθάνεται• καθώς λόγου χάριν αι τιμαί και αι ατιμίαι και των τέκνων των και εν γένει όλων των απογόνων του αι ευδοκιμήσεις και αι δυστυχίαι. Όμως και αυτά περιέχουν απορίας.

Λέξη Της Ημέρας

παστρουμάδι

Άλλοι Ψάχνουν